μητρόπολις
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
English (LSJ)
Dor. ματρό-, poet. μητρόπτολις, Epigr.Gr.537.4 (Tomi), 842a1 (Cyrene), Syria7.209 (Damascus), Nonn.D.13.166: εως, ἡ:—
A mother-state, as related to her colonies, of Athens in relation to the Ionians, Hdt.7.51, Th.6.82; of Doris in relation to the Peloponn. Dorians, Hdt.8.31, Th.1.107, 3.92; of Meroe in relation to the Ethiopians, Hdt.2.29; of Thera, μεγαλᾶν πολίων μ. Pi.P.4.20; μ. Λοκρῶν Ὀπόεις Simon.93; of the Attic Salamis, as the μ. of the Cyprian, A.Pers.895(lyr.); of Corinth, as the μ. of Corcyra, Th.1.24; of Rome, Gal.14.296. 2 metaph., ἐστὶ μ. τοῦ ψυχροῦ [ὁ ἐγκέφαλος] Hp.Carn.4; ἡ ἱστορία μ. τῆς φιλοσοφίας D.S. 1.2, cf. Chrysipp.Stoic.3.199; γεωμετρία ἀρχὴ καὶ μ. τῶν ἄλλων (sc. μαθημάτων) Philol. ap. Plu.2.718e. II one's mother-city, mothercountry, home, Pi.N.5.8, S.OC707 (lyr.), Ant.1122 (lyr.). 2 ἁ σὰ ματρόπολις thy mother's city, Isyll.59. III capital city, X.An.5.2.3, 5.4.15; ἡ μ. τῆς Ἀσίας, of Ephesus, OGI496.6, IG3.485; ἡ μ. τῆς Ἰωνίας, of Miletus, ib.480. b in Egypt, chief town of a νομός, PRev.Laws 48.16 (iii B. C.), BGU326 ii 10 (ii A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 180] ἡ, die Mutterstadt in Beziehung auf die von ihr ausgegangenen Colonien od. Tochterstädte; μεγαλᾶν πολίων ματρόπολιν γενέσθαι, Pind. P. 4, 20; von Attika, Soph. O. C. 711; auch Βακχᾶν μητρόπολιν Θήβαν, Ant. 1109; in Prosa, Her. 7, 51. 8, 31; Thuc. 1, 24. 107 u. öfter; Plat. Critia. 115 c. Bei Ath. XII, 547 d Geburtsstadt der Mutter. – Uebtr. ἱστορία μ. τῆς φιλοσοφίας, D. Sic. 1, 2; vgl. Ath. III, 104 b.
Greek (Liddell-Scott)
μητρόπολις: Δωρ. ματρ-, εως, ἡ· - ἡ μήτηρ πόλις ἐν σχέσει πρὸς τὰς ἐξ αὐτῆς ἀποικίας, ἐπὶ Ἀθηνῶν ἐν σχέσει πρὸς τοὺς Ἴωνας, Ἡρόδ. 7. 51, Θουκ. 6. 82· ἐπὶ τῆς Δωρίδος ἐν σχέσει πρὸς τοὺς ἐν Πελοποννήσῳ Δωριεῖς, Ἡρόδ. 8. 31, Θουκ. 1. 107., 3. 92· ἐπὶ τῆς Μερόπης ἐν σχέσει πρὸς τοὺς Αἰθίοπας, Ἡρόδ. 2. 29· ἐπὶ τῆς Θήρας, μ. μεγάλων πολίων Πινδ. Π. 4. 34, πρβλ. Σιμων. 100· ἐπὶ τῆς παρὰ τὴν Ἀττικὴν Σαλαμῖνος, ἥτις ὑπῆρξε μητρόπολις τῆς ἐν Κύπρῳ Σαλαμῖνος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 895· ἐπὶ τῆς Κορίνθου ὡς μητροπόλεως τῆς Κερκύρας, Θουκ. 1. 24. 2) μεταφορ., ἐστὶ μ. τοῦ ψυχροῦ [ὁ ἐγκέφαλος] Ἱππ. 249. 49· ἡ ἱστορία μ. τῆς φιλοσοφίας Διόδ. 1. 2, πρβλ. Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 104 Α. ΙΙ. ἡ μητρόπολις, ἡ πατρίς τινος, Πινδ. Ν. 5. 16, Σοφ. Ο. Κ. 707, Ἀντ. 1122. ΙΙΙ. ἡ πρωτεύουσα πόλις, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 3., 5. 4, 15· ἡ μ. τῆς Ἀσίας, πιθαν. ἡ Ἔφεσος, Συλλ. Ἐπιγρ. 335· ἡ μ. τῆς Ἰωνίας, δηλ. ἡ Μίλητος, αὐτόθι 339, κτλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
propr. cité-mère, càd :
1 métropole;
2 ville principale ou capitale;
3 cité natale, patrie;
4 fig. source, fondement.
Étymologie: μήτηρ, πόλις.
English (Strong)
from μήτηρ and πόλις; a mother city, i.e. "metropolis": chiefest city.
English (Thayer)
μητροπολεως, ἡ (μήτηρ and πόλις), a metropolis, chief city; in the spurious subscription 1 Timothy 6:(22) at the end; (in this sense from Xenophon down).
Greek Monotonic
μητρόπολις: Δωρ. ματρ-, -εως, ἡ,
I. μητρική πόλη, σε σχέση με τις αποικίες, όπως η Αθήνα για τους Ίωνες, σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για τη Δωρίδα για τους Δωριείς της Πελοποννήσου, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. μητρική πόλη, μητρική χώρα, σπίτι, σε Πίνδ., Σοφ.
III. μητρόπολη όπως την εννοούμε σήμερα, πρωτεύουσα, μεγαλούπολη, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
μητρόπολις: дор. μᾱτρόπολις ἡ
1) метрополия (μεγαλᾶν πολίων Pind.; Λακεδαιμονίων Thuc.);
2) перен. основательница, родоначальница, мать (ἡ ἱστορία μ. τῆς φιλοσοφίας Diod.);
3) родина (Δωριέων τῶν ἐν Πελοποννήσῳ Her.; Βακχᾶν μ. Θήβη Anth.);
4) главный город, столица (τῶν Δριλῶν Xen.).
Middle Liddell
I. the mother-state, in relation to colonies, as of Athens to the Ionians, Hdt., Thuc.; of Doris to the Peloponn. Dorians, Hdt., Thuc.
II. one's mother-city, mother-country, home, Pind., Soph.
III. a metropolis in our sense, capital city, Xen.