μάθος

From LSJ
Revision as of 03:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάθος Medium diacritics: μάθος Low diacritics: μάθος Capitals: ΜΑΘΟΣ
Transliteration A: máthos Transliteration B: mathos Transliteration C: mathos Beta Code: ma/qos

English (LSJ)

[ᾰ], τό, poet. and Ion. for μάθησις, Alc.104, Ar.Fr.814; opp. πάθος, as μαθήματα to παθήματα, A.Ag.177 (lyr.).    II custom, πλέων τοῦ μάθεος Hp.Mul.1.6,61.

German (Pape)

[Seite 81] τό, ion. u. ep. = μάθησις, ἡ, Klugheit, τῷ πάθει μάθος θέντα, Aesch. Ag. 170, der uns lernen läßt in Leid; Hdn. π. μ. λ. 36 aus Alcae.

Greek (Liddell-Scott)

μάθος: τό, ποιητ. καὶ Ἰων. ἀντὶ τοῦ μάθησις, Ἀλκαῖ. 102, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 645· ἀντίκειται πρὸς τὸ πάθος, ὡς τὰ μαθήματα πρὸς τὰ παθήματα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 177. II. ὡσαύτως παρ’ Ἱππ. = ἔθος, συνήθεια, πλείων τοῦ μάθεος 592. 50 (ἔνθα ὑπάρχει καὶ γλώσσημα: τοῦ συνήθεος)· ἐπὴν πλέονα τοῦ μάθεος φάγῃ 612. 49· οὕτω, πλέονα τῆς μαθήσιος 593. 8· πρότερον τοῦ μεμαθηκότος 646. 40· πρβλ. μανθάνω II.

Greek Monolingual

το (AM μάθος, -ους, Α ιων. γεν. -εος) μαθαίνω
1. η μάθηση, η γνώση
2. έξη, συνήθεια («ἐπὴν πλέονα τοῡ μάθεος φάγῃ», Ιπποκρ.).

Greek Monotonic

μάθος: τό, ποιητ. αντί μάθησις, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

μάθος: εος (ᾰ) τό знание, опыт, мудрость Aesch., Arph.

Middle Liddell

μάθος, εος, τό, [poetic for μάθησις, Aesch.]