θανατηφόρος

From LSJ
Revision as of 23:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source

German (Pape)

[Seite 1186] todtbringend, tödtlich; αἶσα Aesch. Ch. 363; γένεθλα Soph. O. R. 181; περίοδος Plat. Rep. X, 617 d; πᾶσαι μεταβολαὶ πολιτειῶν θανατηφόροι Xen. Hell. 2, 3, 17; ὀδύναι Arist. part. an. 3, 9; Sp., νυκτικόραξ ᾄδει θανατηφόρον, ein Todtenlied, Nicarch. (XI,186).

Greek (Liddell-Scott)

θᾰνᾰτηφόρος: -ον, φέρων θάνατον, θανάσιμος, αἶσα, Αἰσχύλ. Χο. 369· ἐπὶ κτυπημάτων ἢ δυστυχημάτων, Ἱππ. Ἄρθρ. 815· γένεθλα … θανατηφόρα κεῖται, προξενοῦντα θάνατον διὰ μιάσματος, Σοφ. Ο. Τ. 181 (λυρ.)· πᾶσαι μεταβολαὶ πολιτειῶν θανατηφόροι Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 32· θανατηφόρον ᾄδω, ψάλλω ᾆσμα θανάτου, νυκτικόραξ ᾄδει θανατηφόρον Ἀνθ. Π. 11. 186. Πρβλ. θανατοφόρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte ou donne la mort.
Étymologie: θάνατος, φέρω.

English (Thayer)

θανατηφόρον (θάνατος and φέρω), death-bringing, deadly: Aeschylus, Plato, Aristotle, Diodorus, Xenophon, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

-α, -ο και -ος, -ον (AM θανατηφόρος, -ον)
αυτός που προκαλεί ή επιφέρει τον θάνατο ή αυτός που μπορεί να καταλήξει σε θάνατο (α. «θανατηφόρο χτύπημα» β. «περίοδος θανατηφόρος», Πλάτ.)
νεοελλ.
αυτός που επισύρει ως ποινή τον θάνατο
μσν.
αυτός που προέρχεται από ετοιμοθάνατο («στεναγμοί, βοαὶ θανατηφόροι», Σάθ.)
αρχ.
φρ. «θανατηφόρον ᾄδω» — ψάλλω άσμα θανάτου.
επίρρ...
θανατηφόρως και -ον (Α)
με τρόπο που επιφέρει τον θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θανατηφόρος αντί θανατοφόρος για μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

θᾰνᾰτηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που επιφέρει θάνατο, θανάσιμος, μοιραίος, σε Αισχύλ. Σοφ., κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

θᾰνᾰτηφόρος:
1) таящий в себе смерть, смертоносный (γένεθλα Soph.);
2) губительный, смертный (αἶσα Aesch.);
3) кровопролитный (μεταβολαὶ πολιτειῶν Xen.);
4) причиняющий смерть (ὀδύναι Arst.; νόσημα Plut.; ἰός NT);
5) смертный, подверженный смерти (γένος Plat.);
6) внушенный скорбью об умершем, траурный: θανατηφόρον (sc. ᾆσμα или μέλος) ᾄδειν Anth. петь песнь об умершем.

Middle Liddell

θᾰνᾰτη-φόρος, ον φέρω
death-bringing, mortal, Aesch., Soph., etc.