εὐόργητος

From LSJ
Revision as of 11:30, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐόργητος Medium diacritics: εὐόργητος Low diacritics: ευόργητος Capitals: ΕΥΟΡΓΗΤΟΣ
Transliteration A: euórgētos Transliteration B: euorgētos Transliteration C: evorgitos Beta Code: eu)o/rghtos

English (LSJ)

ον,

   A good-tempered, ἤθεα Hp.Aër.12 (Comp.); εὐ. πρὸς τὸ πρέπον Gorg.Fr.6 D.; τοῖς κόλαξι… εὐόργητος Eub.25; τὸ εὐ. καὶ πρᾶον Arist.MM1186a23, cf. Plu.2.413c. Adv. -τως, προσομιλεῖν τῷ πολέμῳ with good temper, opp. ὀργισθείς, Th.1.122.

German (Pape)

[Seite 1085] 11 von guter Sinnesart, wohlgesinnt, τοῖς κόλαξι Eubul. bei Ath. VI, 260 d. – 2) leicht in Zorn zu bringen, Ggstz πρᾶος, Plut. defect. orac. 7; vgl. Valcken. zu Eur. Hipp. p. 276. – Adv., εὐοργήτως τινὶ ὁμιλήσας, im Ggstz von ὀργισθείς, leidenschaftslos, Thuc. 1, 122.

Greek (Liddell-Scott)

εὐόργητος: -ον, (ὀργὴ) ὁ εὐμενῶς φερόμενος, «ὁ τῇ ὀργῇ εὖ χρώμενος» (Ἡσύχ.), Ἱππ. π. Ἀέρ. 288· τοῖς κόλαξι... εὐόργητος Εὔβουλος ἐν «Διονυσίῳ» 1. 3. - Ἐπίρρ., εὐοργήτως προσομιλεῖν τῷ πολέμῳ, μὲ ἤπιον τρόπον, ἠπίως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀργισθείς, Θουκ. 1. 122. ΙΙ. ὁ εὐκόλως εἰς ὀργὴν κινούμενος, πλήρης ὀργῆς, Πλούτ. 2. 413C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
irascible.
Étymologie: εὖ, ὀργάω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐόργητος, -ον)
αυτός που οργίζεται εύκολα, ο οξύθυμοςεὐόργητος γάρ ἐστι καὶ οὐ πρᾱος»)
αρχ.
1. αυτός που φέρεται με πραότητα, ο ήρεμοςεὐόργητος πρὸς τὸ πρέπον», Γοργ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐόργητον
η ευοργησία, η πραότητα.
επίρρ...
εὐοργήτως (Α)
με ηπιότητα, με πραότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -οργητος (< οργή «διάθεση, ιδιοσυγκρασία»), πρβλ. δυσ-όργητος, θε-όργητος].

Greek Monotonic

εὐόργητος: -ον (ὀργή), αυτός που φέρεται με ήπιο τρόπο· επίρρ. -τως, με ήπιο τρόπο, ήπια, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

εὐόργητος:
1) спокойный, уравновешенный (εὐ. καὶ πρᾶος Arst.);
2) склонный к гневу, вспыльчивый Plut.

Middle Liddell

εὐ-όργητος, ον ὀργή
good-tempered:—adv. -τως, with good temper, Thuc.