πίτυς
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
[ῐ], υος, ἡ, Ep. dat. pl. πίτυσσιν,
A pine, esp. Pinus Laricio, Corsican pine, π. βλωθρή, τήν τ' οὔρεσι τέκτονες ἄνδρες ἐξέταμον Il.13.390; μακρῇσίν τε πίτυσσιν ἰδὲ δρυσίν Od.9.186; also, Aleppo pine, P. halepensis, Thphr.HP3.9.5, Nic.Al.301, Paus.2.1.3, Gp.2.8.2 (called π. ἀγρία Thphr.HP1.9.3, 3.3.1, Paus.5.6.4); stone pine, P. pinea, Theoc.5.49, Dsc.1.69, 72 (π. ἥμερος Paus.6.9.1); small-seeded pine, P. brutia, π. φθειροποιός Thphr.HP2.2.6, cf. Plin.HN16.49; the Isthmian pine was one species, Callix.2, Plu.2.675e: prov., πίτυος τρόπον ἐκτρίβειν like a pine, i.e. utterly, because the pine when cut down never grows again, Hdt.6.37 (but this is attributed to the πεύκη, and not to the πίτυς, by Thphr.HP3.9.5).
German (Pape)
[Seite 622] ἡ, die Fichte, Föhre, lat. pinus; βλωθρή, Il. 13, 890; μακρῇσίν τε πίτυσσιν, Od. 9, 186; Her. u., Folgde. wie Plat. Legg. IV, 705 c, Xen. An. 4, 7, 8; Theophr. u. A. Nach Opp. Ix. 1, 23 mit doppelten Nadeln, wie pinus silvestris, montana u. rubra. Sprichwörtlich πίτυος δίκην ἐκτρίβεσθαι, wie eine Fichte, d. i. mit Stumpf u. Stiel ausgerottet werden, weil die Fichte umgehauen nicht wieder Schößlinge aus der Wurzel treibt, Her. 6, 37, der selbst die Erkl. hinzusetzt; vgl. Phalar. ep. 9. – Bei den Dichtern, wie πεύκη, auch Kienfackel u. dgl.
Greek (Liddell-Scott)
πίτυς: [ῐ], υος, ἡ, Ἐπικ. δοτ. πληθ. πίτυσσιν· ― ἡ «πιτυά», Λατ. pinus pinea, ἡ τῶν βουνῶν πίτυς, (ἴδε πεύκη), π. βλωθρή, τήν τ’ οὔρεσι τέκτονες ἄνδρες ἐξέταμον Ἰλ. Ν. 390, Π. 483· μακρῇσίν τε πίτυσσιν ἰδὲ δρυσὶν Ὀδ. Ι. 186· ἓν τῶν εἰδῶν αὐτῆς ἦτο ἡ τοῦ Ἰσθμοῦ πίτυς, ἴδε Πλούτ. 2. 674F κἑξ., Ἀθήν. 200Α, Πλίν. 15. 9· ― π. ἀγρία, πιθ., p. sylvestris, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 9. 3, κτλ.· ― παροιμ., πίτυος τρόπον ἐκτρίβεσθαι, καταστρέφεσθαι ὡς πίτυς, δηλ. ἐντελῶς, ἐπειδὴ ἡ πίτυς ἅπαξ κατακοπεῖσα δὲν ἐκφύεται πλέον, Ἡρόδ. 6. 37· πρβλ. Bentl. εἰς Φάλαρ. σελ. 169 κἑξ.· ἀλλὰ τοῦτο ἀποδίδεται εἰς τὴν πεύκην καὶ οὐχὶ εἰς τὴν πίτυν, ὑπὸ τοῦ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 5. ― (Δὲν δύναταί τις νὰ μὴ θεωρήσῃ τὴν λέξιν ὡς συγγενῆ πρὸς τὸ Λατ. pī-nus· πρβλ. Σανσκρ. pîtu-dâru, pûtre-drû (Ἀγγλ. pine-tree), πιθ. cedrus deodâra· πρβλ. ὡσαύτως πεύκη).
French (Bailly abrégé)
υος (ἡ) :
pin, arbre ; ◊ prov. πίτυος δίκην ἐκτρίβεσθαι HDT être détruit sans laisser de postérité, comme le pin qui une fois coupé ne repousse plus.
Étymologie: cf. lat. pix, pinus.
Spanish
Greek Monolingual
-ος, η, ΝΜΑ
1. είδος πεύκου γνωστό και ως κουκουναριά ή στοφιλιά ή ήμερο πεύκο, ψηλό δέντρο που από νεαρή ηλικία παίρνει χαρακτηριστικό σχήμα ομπρέλας, που το διακρίνει από τα άλλα ελληνικά πεύκα
2. φρ. «χαλέπειος πίτυς» — είδος δέντρου εξαιρετικά ξηροφυτικού και θερμόβιου, κατάλληλου για ασβεστολιθικά εδάφη που δεν συγκρατούν υγρασία και για τόπους με παρατεταμένο ξηρό καλοκαίρι, αλλ. χαλέπειος πεύκη
αρχ.
παροιμ. φρ. «τρόπον πίτυος ἐκτρίβειν» — καταστρέφω κάποιον εντελώς, ολοσχερώς, τον εξολοθρεύω, όπως και η πίτυς, που αν κοπεί έστω και μία φορά δεν φύεται ξανά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. πίτυς θα μπορούσε να συνδεθεί με κάποιους τ., αβέβαιης επίσης ετυμολ., όπως τα: λατ. pinus «πίτυς» (πρβλ. αγγλ. pine, γαλλ. pin) αλβαν. pishe «πεύκη, πίτυς, πυρσός», αρχ. ινδ. pĩtu - dāru-, pũtudru-, ονομασίες ενός δένδρου, οι οποίοι, όμως, εμφανίζουν σημαντικές μορφολογικές διαφορές μεταξύ τους. Εξάλλου, ούτε η σύνδεση της λ. πίτυς με τα πίνω και πίων θεωρείται πιθανή].
Greek Monotonic
πίτυς: [ῐ], -υος, ἡ, Επικ. δοτ. πληθ. πίτυσσιν, πεύκο, απολιθωμένο πεύκο, σε Όμηρ.· παροιμ., πίτυος τρόπον ἐκτρίβεσθαι, καταστρέφομαι όπως το πεύκο, δηλ. ολοσχερώς, καθώς το πεύκο όταν κοπεί δεν αναπτύσσεται ποτέ ξανά, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
πίτυς: υος ἡ (эп. dat. pl. πίτυσσιν) итальянская сосна, пиния (Pinus pinea) Hom. etc.: πίτυος τρόπον ἐκτρίψειν τινά погов. Her. истребить кого-л. как сосну, т. е. вместе со всем родом (так как срубленная сосна не дает побегов).
Frisk Etymological English
-υος
Grammatical information: f.
Meaning: pine, fir, spruce (Hom., Hdt., Thphr.).
Other forms: ep. dat. pl. -υσσιν.
Compounds: Some compp., e.g. πιτυο-κάμπη f. pine-caterpillar (Dsc.; Strömberg Wortstud. 9), χαμαί-πιτυς f. plant-name (Nic., Dsc.; Strömberg Pfl. 61f., 109).
Derivatives: Demin. πιτύ-διον n. (Plin., Theognost.). -ίς, -ίδος f. pine-seed (Dsc.), -ινος made of pinewood (Hp. Thphr.), -ώδης rich in pines (Alcm., Str.); -ουσα (v. l. -οῦσσα) f. kind of milkweed, Euphorbia (Dsc.; on the formation Strömberg Pfl. 43); -οῦσσαι f. pl. name of a group of islands on the Spanish coast; -οῦς, -οῦντος m. name of a town in the Black Sea (Str.), -εια f. town in Mysia (Β 829), -ασσος f. town in Pisidia (Str.); cf. v. Blumenthal ZONF 13, 155 a. 158.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: To πίτυς resemble on one hand Lat. pīnus f. fir, pine and Alb. pishë fir, pine, both with unclear basis, on the other Skt. pī́tudāru-, pūtúdru etc. m. name of a tree. Further analysis quite uncertain; cf. the extensive treatment in Mayrhofer s. v. w. lit. Older lit. with untenable or quite doubtful conclusions in Bq, WP. 2, 74f., (Pok. 794), W.-Hofmann s.v.; s. esp. Benveniste BSL 51, 29 ff. with well-argued criticism of the usual collecting of several phonetically resembling forms which are semantically to be separated (πίων, πίνω, πίτυς etc.). -- Furnée 260 compares the place names Πισύη = Πιτύη St. Byz. and concludes that the word is Pre-Greek; not very certain.
Middle Liddell
πί˘τυς, υος, ἡ,
the pine, stone pine, Hom.:—proverb., πίτυος τρόπον ἐκτρίβεσθαι to be destroyed like a pine, i. e. utterly, because the pine when cut down never grows again, Hdt.