σάνδαλον

From LSJ
Revision as of 14:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάνδᾰλον Medium diacritics: σάνδαλον Low diacritics: σάνδαλον Capitals: ΣΑΝΔΑΛΟΝ
Transliteration A: sándalon Transliteration B: sandalon Transliteration C: sandalon Beta Code: sa/ndalon

English (LSJ)

τό,

   A sandal, Eup.295; mostly in pl., sandals, h.Merc. 79,83,139, etc.; Aeol. σάμβᾰλον Eumel.13 K., Sapph.98, AP6.267 (Diotim.).    II a flat fish, Matro Conv.76; also σανδάλιον, identified by Hsch. with ψῆττα, but distinguished from it by Alciphr.1.7.

German (Pape)

[Seite 860] τό, äol. σάμβαλον, w. m. vgl., gew. im plur., eine hölzerne Sohle, mit Riemen um den Oberfuß festgebunden; zuerst im h. Hom. Merc. 79. 83. 139; später eine Art Weiberschuh, z. B. der Omphale, vgl. Poll. 7, 87.

Greek (Liddell-Scott)

σάνδᾰλον: τό, ὑπόδημα προσδενόμενον διὰ λωρίων κατὰ τὸ ἄνω μέρος τοῦ ποδός,
Εὔπολις ἐν «Χρυσῷ γένει» 20· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυντ., πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 79, 83μ 139· περὶ τῶν Τυρρηνικῶν σανδαλίων ἴδε Meineike εἰς Κρατῖν. ἐν «Νόμ.» 10, Πολυδ. Ζ΄ 86 κἑξ.· - Αἰολ. σάμβαλον Σαπφὼ 99, Ἀνθ. Π. 6. 267, ἴδε Bgk. εἰς Ἀνακρ. 15· ὑποκοριστ. σαμβαλίσκος, ὁ, ἑτερογεν. πληθ. -ίσκα, Ἱππῶναξ 12. ΙΙ. πλατύς τις ἰχθύς, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136Β· ὡσαύτως σανδάλιον, καθ’ Ἡσύχ. ταὐτὸν καὶ ψῆττα, ἀλλὰ διακρίνεται ἀπ’ αὐτῆς ὑπὸ τοῦ Ἀλκίφρονος 1. 7. (Πιθαν. παρελήφθη ἐκ τοῦ Περσικοῦ sandal (calceus)).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sandale.
Étym. pers. sandal « chaussure ».

Spanish

sandalia

Greek Monolingual

το, ΜΑ
βλ. σάνδαλο.

Greek Monotonic

σάνδᾰλον: τό, υπόδημα με ξύλινη σόλα που δένεται με λωρίδες γύρω από το πέλμα και τον αστράγαλο· σανδάλι, πέδιλο· κατά κανόνα στον πληθ., τα σανδάλια, σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ. (πιθ. Περσική λέξη).

Russian (Dvoretsky)

σάνδᾰλον: эол. σάμβᾰλον τό
1) сандалия (деревянная подошва с ремнями) HH;
2) сандал (род камбалы) Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σάνδαλον -ου, τό Aeol. σάμβαλον sandaal.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: sandal(s) (h. Merc.); name of a flatfish (Matro; Strömberg Fischn. 37);
Other forms: pl. . Also σάμβαλον (Eumel., Sapph., AP)
Compounds: σανδαλοθήκη sandal case (Men., Delos IIa); σαμ-βαλ-ούχη, -ουχίς f. sandalchest (Herod.), -ίσκα pl. n. (Hippon. 18 = 32 Masson; s. comm.).
Derivatives: σανδάλ-ιον (IA.), -ίσκον (Ar.); also -ίς, -ίδος f. kind of date (Plin.), -ώδης sandal-like (sch.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Also σάμβαλον n. -- On νδ σάνδαλον μβ cf. κορίαμβλον-κορίανδρον; diff. adoption of a foreign word (Schwyzer 303)?; s. also Kronasser Etymologie I 91. -- Origin unknown; cf. σαγγάριος H. s. σκυτεύς; τζαγγάριος (τσ-) m. manufacturer of Parthian τζάγγαι (pap. VIp; ?). -- From Greek Lat. sandalium, Fr. sandale, NPers. ṣandal etc. - Furnée 153, 389 mentions also σέμπαδα ὑποδήματα H. (to be read *σέμπαλα?).

Middle Liddell

σάνδᾰλον, ου, τό,
a wooden sole, bound by straps round the instep and ankle, mostly in pl. sandals, Hhymn., etc. [Prob. a Persian word.]