ψύδραξ
English (LSJ)
ᾰκος, ἡ
A, οἱ Ἴωνες ψύδρακας λέγουσι τὰς ποικίλας· ὅθεν καὶ ἡμεῖς ψύδρακας καλοῦμεν τὰ ἐπὶ τοῦ σώματος ἐξανθήματα EM819.10.
German (Pape)
[Seite 1402] ακος, ὁ, nur VLL. u. Diosc.; davon im wirklichen Gebrauch bes. das dim. ψυδράκιον, το, ein weißes Bläschen, Blätterchen, bes. auf der Nase, an der Zungenspitze, eigtl. Lügenbläschen, weil man glaubte, sie entständen dann, wenn Einer gelogen habe, vgl. Theocr. 9, 30. 12, 24.
Greek (Liddell-Scott)
ψύδραξ: -ακος, ὁ, λευκὴ φλύκταινα ἐπὶ τοῦ ἄκρου τῆς γλώσσης, φλύκταινα τοῦ ψεύδους, ἐπειδὴ ἐλέγετο ὅτι ἐκ τῆς ψευδολογίας ἐσχηματίζετο, = ψεῦμα, ὃ ἴδε· οὕτως ὑποκορ. ψυδράκιον, τό, Διοσκ. 5. 126, Γαλην., κλπ.· - καθόλου, φλύκταινα, ἕλκωσις ἐπί τοῦ σώματος, ἐξάνθημα, ὁ αὐτ.· - ἐντεῦθεν ψυδρακόω, πληρῶ ἐξανθημάτων, Γαλην. 13. 784.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, ΜΑ
φυσαλλίδα στο δέρμα
αρχ.
εξάνθημα στο στόμα, άφθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ψύδ-ρ-αξ, κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη ρίζα bhes- «φυσώ, φουσκώνω» (βλ. λ. ψεύδομαι) και έχει σχηματιστεί με υγρό ένθημα -ρ- (πρβλ. ψυδ-ρός) και επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. κόλ-αξ)].