ἀνυπότακτος
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
English (LSJ)
ον, of persons or things,
A not made subject, τινί Ep.Hebr.2.8, cf. J.AJ11.6.6, Arr.Epict.4.1.161; ἀ. ὁ βασιλεύς Artem.2.30; unrestrained, free, Ph.1.473, cf. Arr.Epict.2.10.1. 2 not to be classified under heads, confused, Plb.3.36.4; irregular, ποιήματα, of dithyrambs, Demetr.Lac.Herc.1014.12, Zen.2.15. II of persons, independent, Ptol.Tetr.61; in bad sense, unruly, 1 Ep.Ti.1.9, Ep.Tit.1.6 and 10, PMag.Par.1.1367. Adv. -τως impatiently, Hsch. s.v. ἀστέκτως. III of Verbs, having no first aorist, AB1087.
German (Pape)
[Seite 266] 1) nicht unterworfen, ungehorsam, N. T., Philo u. Sp. – 2) nicht geordnet, verworren, διήγησις Pol. 3, 36. 5, 21.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυπότακτος: -ον, ἐπὶ πραγμάτων, ὁ μὴ ὑποτεταγμένος εἴς τινα, μ. δοτ., οὐδὲν ἀφῆκεν αὐτῷ ἀνυπότακτον Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. β΄, 8: - ἀπεριόριστος, ἐλεύθερος, Φίλων 1. 473. 2) ἄτακτος, συγκεχυμένος, δυσκατάληπτος, ἀνυπότακτος καὶ κωφὴ γίνεται ἡ διήγησις Πολύβ. 3. 36, 4. ΙΙ. ὁ μὴ ὑποτασσόμενος, ἀπειθής, ταραχώδης, ἀνόμοις δὲ καὶ ἀνυποτάκτοις Ἐπιστ. π. Τιμόθ. Α΄, α΄, 9, πρὸς Τίτ. α΄, 6 καὶ 10, πρβλ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 10, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non soumis, insubordonné.
Étymologie: ἀ, ὑποτάσσω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de abstr. no sometido a un dominio o poder οὐδὲν ... αὐτῷ ἀνυπότακτον Ep.Hebr.2.8, del libre albedrío, Arr.Epict.2.10.1
•fluido ἀνυποτάκτῳ φορᾷ χρῆσθαι del pensamiento, Ph.1.473.
2 de pers. independiente, insobornable del comportamiento de Sócrates, Arr.Epict.4.1.161, βασιλεύς Artem.2.30, ἔθνος ... τοῖς βασιλεῦσιν ἀ. I.AI 11.217, Ptol.Tetr.2.3.13
•rebelde, desobediente, 1Ep.Ti.1.9, τέκνα Ep.Tit.1.6, 10, θυγάτηρ PMasp.97.ue.D.49 (VI d.C.) cf. PMag.4.1367.
II de escritos o relatos confuso, desordenado διήγησις Plb.3.36.4, τὰ λεγόμενα Plb.5.21.4, λέξις Demetr.Lac.86
•irregular ποήματα Demetr.Lac.88, μελῶν ἀνυποτάκτων ποιητής Zen.2.15
•de formas gramaticales AB 1087.
III adv. -ως con impaciencia Hsch.s.u. ἀστέκτως.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of ὑποτάσσω; unsubdued, i.e. insubordinate (in fact or temper): disobedient, that is not put under, unruly.
English (Thayer)
ἀνυπότακτον (alpha privative and ὑποτάσσω);
1. (passively) not made subject, unsubjected: Artemidorus Daldianus, oneir. 2,30).
2. (actively) that cannot be subjected to control, disobedient, unruly, refractory: Epictetus 2,10, 1; 4,1, 161; Philo, quis rer. div. her. § 1); διήγησις ἀνυπότακτος, a narrative which the reader cannot classify, i. e. confused, Polybius 3,36, 4; 3,38, 4; 5,21, 4).
Greek Monolingual
κ. -χτος, -η, -ο (Α ἀνυπότακτος, -ον)
1. (για πρόσωπα ή πράγματα) αυτός που δεν υποτάχθηκε σε κάποιον
2. απείθαρχος, ατίθασος, ανυπάκουος
3. ελεύθερος, απεριόριστος
νεοελλ.
Στρ. στρατεύσιμος που κλήθηκε και δεν προσήλθε
(βλ. ανυποταξία)
αρχ.
άτακτος, συγκεχυμένος.
Greek Monotonic
ἀνυπότακτος: -ον (ὑποτάσσω),
I. μη υποταγμένος, τινι, σε Καινή Διαθήκη
II. άναρχος, απειθής, ταραχώδης, λέγεται για πρόσωπα, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνυπότακτος:
1) не упорядоченный, беспорядочный (τὰ λεγόμενα Polyb.);
2) непокоренный, неподвластный (τινι NT);
3) непокорный, строптивый NT;
4) грам. (о глаголах, не имеющих aor. 1) неправильный.
Middle Liddell
ὑποτάσσω
I. not made subject, τινι NTest.
II. unruly, refractory, of persons, NTest.