ὕψωμα

From LSJ
Revision as of 21:35, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c2)

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕψωμα Medium diacritics: ὕψωμα Low diacritics: ύψωμα Capitals: ΥΨΩΜΑ
Transliteration A: hýpsōma Transliteration B: hypsōma Transliteration C: ypsoma Beta Code: u(/ywma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A elevation, height, οὐ χθὼν οὐρανίοις ὑψώμασι [φθονέει] Ps.-Phoc.73; ὕ. τοῦ ἀέρος Ph.2.408; τὸ ὕ. τῆς ῥινός the bridge of the nose, Gal.18(1).796,806.    2 Astrol., exaltation of a heavenly body, opp. ταπείνωμα, Plu.2.149a, 782d, S.E.M.5.33, Ptol.Tetr. 37.    II metaph., exaltation, Vett.Val.92.29.

Greek (Liddell-Scott)

ὕψωμα: τό, ὡς καὶ νῦν, οὐ χθὼν οὐρανίοις ὑψώμασι [φθονέει] Ψευδοφωκυλ. 67· ὕ. τοῦ ἀέρος Φίλων 2. 408· ὑψώματα βουνῶν Χρησ. Σιβ. 8. 234. 2) ὕψωμα ἀστέρος ἐν τῷ ὁρίζοντι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ταπείνωμα, Πλούτ. 2. 149Α (ἔνθα ἴδε Wyttenb.), 782D, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 33. ΙΙ. μεταφορ., ἔπαρσις, τὸ τῆς ἀλαζονείας σαθρότατον ὕψωμα Πέτρ. Σικ. Ἱστ. Μανιχ. σ. 6, 4, Gleseler.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
position élevée ; ὕψωμα μέγιστον PLUT point culminant.
Étymologie: ὑψόω.

English (Strong)

from ὑψόω; an elevated place or thing, i.e. (abstractly) altitude, or (by implication) a barrier (figuratively): height, high thing.

English (Thayer)

ὑψωματος, τό (ὑψόω), thing elevated, height: properly, of space, opposed to βάθος, τοῦ ἀέρος, Philo de praem. et poen. § 1; ὅταν ὕψωμα λάβῃ μέγιστον ὁ ἥλιος, Plutarch, mor., p. 782d.); specifically, elevated structure, i. e. barrier, rampart, bulwark: Sept. (in Numbers 18:24 ff).

Greek Monolingual

-ώματος, το / ὕψωμα, ΝΜΑ [[ὑψῶ/ -ώνω]]
υψωμένο μέρος του εδάφους, ψήλωμα, λόφος (α. «ο στρατός κατέλαβε τα γύρω από την πόλη υψώματα» β. «οὐ χθὼν οὐρανίοις ὑψώμασι [φθονέει]», ΨΦωκυλ.)
νεοελλ.
1. ύψωση, ανύψωση
2. εκκλ. ενσφράγιστο τεμάχιο από τα πρόσφορα που χρησιμοποιήθηκαν υψωμένα στην προσκομιδή, το οποίο δίνεται συνήθως ως αντίδωρο
3. φρ. «ύψωμα διαλογής» — τμήμα τών σιδηροδρομικών σταθμών σχηματισμού αμαξοστοιχιών
αρχ.
1. αστρον. η υψηλή στάση ενός αστέρα στον ορίζοντα («ὅταν ὕψωμα λάβῃ μέγιστον ὁ ἥλιος», Πλούτ.)
2. έπαρση, αλαζονεία.

Russian (Dvoretsky)

ὕψωμα: ατος τό
1) высота, вышина (οὔτε ὕ., οὔτε βάθος NT);
2) астр. восхождение (sc. τοῦ ἀστέρος Sext.): ὕ. μέγιστον Plut. кульминационная точка;
3) превозношение (себя), высокомерие NT.

Chinese

原文音譯:Ûywma 虛普所馬

詞類次數:名詞(2)

原文字根:高處 相當於: (רָמַם‎)

字義溯源:高處,高的事,高障,保壘,障礙,升高;源自(ὑψόω)=升高),而 (ὑψόω)出自(ὕψος)=高超), (ὕψος)又出自(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)

出現次數:總共(2);羅(1);林後(1)

譯字彙編

1) 高障(1) 林後10:5;

2) 高處的(1) 羅8:39