hard

From LSJ
Revision as of 08:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nlel)

ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society

Source

English > Greek (Woodhouse)

woodhouse 385.jpg

adj.

P. and V. σκληρός, στερεός. V. στυφλός, περισκελής, Ar. and V. στερρός. Difficult: P. and V. δυσχερής, ἄπορος, ἀμήχανος (rare P.), προσάντης, V. δυσπετής, Ar. and P. χαλεπός. Painful: P. and V. λυπηρος, πικρός, βαρύς, δυσχερής, V. δυσπόνητος, πολύπονος, ἀχθεινός, λυπρός. Cruel: P. and V. ὠμός, ἄγριος, ἀγνώμων, δεινός, πικρός, σκληρός, σχέτλιος, τραχύς, V. ὠμόφρων, Ar. and P. χαλεπός. Severe (of things): P. ἰσχυρός. Die hard, v.: P. δυσθανατεῖν. Dying hard: V. δυσθνήσκων. Be hard of hearing: P. ἀμβλὺ ἀκούειν (Plat.). Be hardpressed: P. and V. βιάζεσθαι, πονεῖν, ταλαιπωρεῖν, πιέζεσθαι, κάμνειν, νοσεῖν (rare P.), Ar. and P. ταλαιπωρεῖσθαι, P. πονεῖσθαι.

Dutch > Greek

βαρύς, καρφαλέος, κερασβόλος, κρατερός, σκληρός, στερέμνιος, στερεός, στερέωμα, στέριφος, στερρός, στιβαρός, στριφνός, στυφελός, στύφλος