service
English > Greek (Woodhouse)
subs.
P. διακονία, ἡ, Ar. and P. ὑπηρεσία, ἡ, P. and V. λατρεία, ἡ (Plat.), θεραπεία, ἡ, θεράπευμα, τό (Eur., H.F. 633), ὑπηρέτημα, τό, V. λατρεύματα, τα, δούλευμα, τό.
benefit, favour: P. χάρις, ἡ, ὠφέλεια, ἡ, P. εὐεργεσία, ἡ, εὐεργέτημα, τό, ὑπούργημα, τό, Ar. and V. ὠφέλημα, τό, V. ὑπουργία, ἡ.
worship of the gods: P. θεραπεία, ἡ, θεράπευμα, τό, λατρεία, ἡ.
overseer of the religious services: P. τῆς πρὸς τοὺς θεούς ἐπιμελείας . . . προστάτης (Dem. 618).
ritual: P. and V. τελετή, ἡ, or pl., τέλος, τό, or pl.
use, employment: P. and V. χρεία, ἡ.
duty, function: P. and V. ἔργον, τό, χρεία, ἡ (Dem. 319), V. χρέος, τό, τέλος, τό.
it is the future, or the present that requires the services of a counsellor: P. τὸ μέλλον ἢ τὸ παρὸν τὴς τοῦ συμβούλου τάξιν ἀπαιτεῖ (Dem. 292).
be at any one's service: use P. and V. πρόχειρος εἶναι (dat.).
secure the services of a person: P. and V. χρῆσθαί (τινι).
service in the army: P. στρατεία, ἡ, Ar. and P. στρατιά, ἡ.
be of an age for service: P. ἐν τῇ ἡλικίᾳ εἶναι.
foreign service: ἔξοδος ἔκδημος, ἡ (Thuc. 2, 10), ἔκδημοι στρατεῖαι, αἱ (Thuc. 1, 15).
evasion of service: Ar. and P. ἀστρατεία, ἡ.
evading service, or exempt from it: Ar. and P. ἀστράτευτος.
fit for service (of ships): P. πλώϊμος.
in active service (of ships): P. ἐνεργός.