διδυμάων

From LSJ
Revision as of 21:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐδῠμάων Medium diacritics: διδυμάων Low diacritics: διδυμάων Capitals: ΔΙΔΥΜΑΩΝ
Transliteration A: didymáōn Transliteration B: didymaōn Transliteration C: didymaon Beta Code: diduma/wn

English (LSJ)

[ᾱ], ονος, ὁ, ἡ, poet. for δίδυμος, used by Hom. only in dual nom. and pl. dat.,

   A twins, Il.5.548: later of things, μαζοί Nonn. D.3.390; simply, two, δούρατα ib.23.33: sg., double, κεραίη ib.15.30; βουλή ib.4.179.

German (Pape)

[Seite 616] ονος, Zwillingsbruder; Homer viermal : Iliad. 6, 26 ἡ δ' ὑποκυσαμένη διδυμάονε γείνατο παῖδε, die νύμφη νηὶς Ἀβαρβαρέη vom Bukolion; 5, 548 ἐκ δὲ Διοκλῆος διδυμάονε παῖδε γενέσθην; 16, 672. 682 ὕπνῳ καὶ θανάτῳ διδυμάοσιν. Vgl. δίδυμος.

Greek (Liddell-Scott)

δῐδῠμάων: [ᾱ], -ονος, ὁ, ἡ, ποιητ. ἀντὶ δίδυμος, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῆ δυϊκ. ὀνομ. καὶ αἰτιατ. καὶ τῇ πληθ. δοτ., δίδυμοι ἀδελφοί, δίδυμοι, Ἰλ. Ε. 548, Ζ. 26, Π. 682. 2) = δύο, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. σ. 60 Scheindl.).

French (Bailly abrégé)

ονος;
adj. m.
deux frères jumeaux.
Étymologie: δίδυμος.

English (Autenrieth)

ονος: only dual and pl., twin-brothers, twins; with παῖδε, Il. 16.672.

Spanish (DGE)

(δῐδῠμάων) -ον

• Prosodia: [-ᾱ-]

• Morfología: [gen. -ονος]
1 de pers. en du. o plu. gemelos ἐκ δὲ Διοκλῆος διδυμάονε παῖδε γενέσθην Il.5.548, cf. 6.26, del sueño y la muerte Il.16.672, 682, cf. Hes.Sc.49, Fr.17a.14.
2 de cosas, en plu. dos μαζοί Nonn.D.3.390, δούρατα Nonn.D.23.33
en sg. doble κεραίη Nonn.D.15.30, βουλή Nonn.D.4.179, μορφή Nonn.D.21.219, δειρή de una serpiente bicéfala, Nonn.D.5.152, θεσμός Nonn.Par.Eu.Io.10.14, 18.

Greek Monolingual

διδυμάων (-ονος), ο, η (Α)
1. δίδυμος
2. στον πληθ. διδυμάονες- δύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίδυμος + (επίθημα) -αων (πρβλ. οπάων «σύντροφος»). Η δοτική πληθυντικού διδυμάοσι και η ονομαστική του δυϊκού διδυμάονε μαρτυρούνται ήδη από τον Όμηρο, ενώ ο Νόννος χρησιμοποιεί τη λ. ως επίθετο αντί του δίδυμος.

Greek Monotonic

δῐδῠμάων: [ᾱ], -ονος, ὁ, ἡ (δίδυμος), μονάχα στην ονομ. δυϊκ. και δοτ. πληθ., δίδυμα αδέρφια, δίδυμοι, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

δῐδῠμάων: ονος (ᾱ) ὁ (только dual. и pl.) близнец (из двойни) Hom.

Middle Liddell

δῐδῠμά¯ων, ονος, n δίδυμος only in dual nom. and pl. dat.]
twin-brothers, twins, Il.