καταδίδωμι
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
A assign, τὰ ἀριστεῖα τῆς ἐν λόγοις δεινότητός τινι D.H. Comp.18. II intr., of a channel, open into, ἡ Προποντὶς καταδιδοῖ ἐς τὸν Ἑλλήσποντον Hdt.4.85, cf. Plu.Fab.6.
German (Pape)
[Seite 1346] (s. δίδωμι), vertheilen, austheilen, D. H. de C. V. p. 242. Von Flüssen, sich ergießen; ἐς Ἑλλήσποντον Her. 4, 85; Plut. Fab. 6.
French (Bailly abrégé)
s.e. ἑαυτόν;
se jeter dans, avec εἰς et l’acc. en parl. d’un fleuve.
Étymologie: κατά, δίδωμι.
Greek Monolingual
καταδίδωμι (Α)
βλ. καταδίδω.
Greek Monotonic
καταδίδωμι: μέλ. -δώσω, παραχωρώ, προδίδω, φανερώνω· αμτβ., ανοίγομαι σε, ἡ Προποντὶς καταδιδοῖ ἐς τὸν Ἑλλήσποντον, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
καταδίδωμι: изливаться, впадать (ἐς Ἑλλήσποντον Her.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-δίδωμι uitmonden:. ἡ δὲ Προποντίς καταδιδοῖ ἐς τὸν Ἑλλήσποντον de Propontis mondt uit in de Hellespont Hdt. 4.85.4.
Middle Liddell
fut. -δώσω
to give away, intr. to open into, ἡ Προποντὶς καταδιδοῖ ἐς τὸν Ἑλλήσποντον Hdt.