συναρμολογέω

From LSJ
Revision as of 14:30, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc2)

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναρμολογέω Medium diacritics: συναρμολογέω Low diacritics: συναρμολογέω Capitals: ΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: synarmologéō Transliteration B: synarmologeō Transliteration C: synarmologeo Beta Code: sunarmologe/w

English (LSJ)

   A compagino, Gloss.:—Pass., to be fitted or framed together, Ep.Eph.2.21, 4.16.

German (Pape)

[Seite 1004] = συναρμόζω, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

συναρμολογέω: συναρμόζω, συναρμολογῶν καὶ συμβιβάζων τοὺς πάντας εἰς ἃ πέφυκεν ἕκαστος Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 16Α, Θεοφύλ. Βουλγ. τ. 3, 656D. ― Παθ. συναρμολογέομαι, ἐν ᾧ πᾶσα οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη αὔξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. β΄, 21, δ΄, 16.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. συναρμόζω.
Étymologie: σύν, ἁρμολογέω.

English (Strong)

from σύν and a derivative of a compound of ἁρμός and λέγω (in its original sense of laying); to render close-jointed together, i.e. organize compactly: be fitly framed (joined) together.

English (Thayer)

συναρμολόγω: present passive participle συναρμολογουμενος; (ἁρμολογος binding, joining; from ἁρμός a joint, and λέγω); to join closely together; to frame together: οἰκοδομή, the parts of a building, σῶμα, the members of the body, συναρμόσσειν and συναρμόζειν.)

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αρμολογέω samenvoegen.

Chinese

原文音譯:sunarmologšw 尋-阿而摩-羅給哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:共同-連結-陳述
字義溯源:緊靠的連結一起,共同連結,聯接合式,聯絡得合式;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἁρμός)=關節)及(λέγω / εἴρω)*=陳述,安置)組成,其中 (ἁρμός)出自(ἅρμα)*=馬車)。參讀 (ἀγρεύω)同義字
出現次數:總共(2);弗(2)
譯字彙編
1) 聯接合式(1) 弗4:16;
2) 聯絡得合式(1) 弗2:21