εὔθικτος
καί τιν᾿ ὀίω αἵματί τ' ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν ἄσπετον οὖδας ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν → and I think some one of the suitors that devour your property shall bespatter the vast earth with his blood and brains
English (LSJ)
ον, (θιγεῖν)
A touching the point, clever, quick, εὔ. τὴν διάνοιαν Arist.HA 616b22; εὔ. πρὸς τὰς ἀποκρίσεις quick in repartee, Ath. 13.583f; εὔ. νοῦς, γνώμη, προσβολή, Ph. 1.54, 240, 286; witty, Plb. 18.4.4, AP6.322 (Leon.): f.l. for εὔεικτος, Heraclit.All.51 codd. Adv. -τως LXX 2 Ma. 15.38, Hdn.4.7.2.
German (Pape)
[Seite 1069] 11 leicht zu berühren, adv., Sp.; Hesych. erkl. εὐψηλαφήτως. – 2) gut berührend, treffend, bes. vom Witz, witzig, καὶ εὖ πεφυκὼς πρὸς τὸ διαχλευάζειν τοὺς ἀνθρώπους Pol. 17, 4, 4; vgl. Ath. XIII, 577 d; εὐεπία Leon. Al. 18 (VI, 322); Rhett. – Uebh. geschickt, gewandt, τὴν διάνοιαν εὔθ., erfinderisches Sinnes, Arist. H. A. 9, 17; πρὸς τὰς ἀποκρίσεις, gewandt in treffenden Antworten, Ath. XIII, 523 d; auch adv., εὐθίκτως ἀποκρίνασθαι Hdn. 4, 7, 2.
Greek (Liddell-Scott)
εὔθικτος: -ον, (θιγεῖν) ἐγγίζων καλῶς, ἐπιτυχῶς, εὐθυβόλῳ καὶ εὐθίκτῳ χρησάμενοι προσβολῇ Φίλων 1. 286. 38. 2) εὐφυής, ὀξύς, εὔθ. τὴν διάνοιαν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 1· εὔθ. πρὸς τὰς ἀποκρίσεις ὀξέως ἀποκρινόμενος, Ἀθήν 583D· εὐφυής, ἀγχίνους, Πολύβ. 17. 4, 4, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 302. - Ἐπίρρ. -τως Ἡρῳδιαν. 4. 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui touche juste, qui porte coup;
2 prompt ou adroit à la riposte, d’esprit fin et vif.
Étymologie: εὖ, θιγγάνω.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔθικτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που θίγεται, που προσβάλλεται εύκολα από τους λόγους και τη συμπεριφορά τών άλλων
μσν.
εύκολα αντιληπτός
αρχ.
1. ο εύστοχος, ο επιτυχής («εὐθηβόλῳ καὶ εὐθίκτῳ χρησάμενοι προσβολῇ», Φίλ.)
2. ο ευφυής, ο έξυπνος (α. «τὴν δὲ διάνοιαν εὔθικτος καὶ εὐθήμων», Αριστοτ.
β. «εὔθικτοι πρὸς τὰς ἀπαντήσεις» — ικανοί στο να δίνουν εύστροφες απαντήσεις, Αθήν.)
3. πνευματώδης («εὔθικτος νοῡς», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -θικτος (< θιγγάνω «αγγίζω»), πρβλ. ά-θικτος, α-πρόσ-θικτος].
Greek Monotonic
εὔθικτος: -ον (θιγεῖν), αυτός που πετυχαίνει το κεντρικό σημείο, εύστοχος, ευφυής, έξυπνος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὔθικτος: (тж. εὔ. τὴν διάνοιαν Arst.) меткий, находчивый, остроумный (πρός τι Polyb.; εὐεπία Anth.).