ἀπαράμυθος

From LSJ
Revision as of 11:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαράμῡθος Medium diacritics: ἀπαράμυθος Low diacritics: απαράμυθος Capitals: ΑΠΑΡΑΜΥΘΟΣ
Transliteration A: aparámythos Transliteration B: aparamythos Transliteration C: aparamythos Beta Code: a)para/muqos

English (LSJ)

ον, = foreg.,

   A inexorable, κέαρ A.Pr.185 (lyr.); restive, ὄμμα πωλικόν E.IA620. [In A. ᾱπ- metri gr.]

German (Pape)

[Seite 279] nicht zu überreden, zu beschwichtigen, κέαρ Aesch. Prom. 183 [απ., nach Analogie von ἀθάνατος]; Eur. I. A. 620.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράμῡθος: -ον, = τῷ προηγ., ἀδυσώπητος, ἀμείλικτος, κέαρ Αἰσχύλ. Πρ. 185· ὁ μὴ παρέχων παραμυθίαν, ὄμμα πωλικὸν Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 620. [Ἐν Αἰσχύλ. ᾱπ- χάριν τοῦ μέτρου].

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 inflexible, inexorable;
2 non encouragé, non rassuré.
Étymologie: ἀ, παραμυθέομαι.

Spanish (DGE)

(ἀπαράμῡθος) -ον

• Prosodia: [ᾱ- A.Pr.185]
1 inexorable κέαρ A.l.c.
2 indócil ὄμμα πωλικόν E.IA 620.

Greek Monolingual

-ον (Α) παραμυθούμαι
απαραμύθητος, αδυσώπητος, δύστροπος.

Greek Monotonic

ἀπᾰράμῡθος: -ον, = το προηγ., ανηλεής, αδυσώπητος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαράμῡθος:
1) неумолимый, непреклонный (κέαρ Aesch. - с ᾱπ-);
2) неуспокоенный, пугливый (ὄμμα πωλικόν Eur.).

Middle Liddell

= απαραμύθητος]
inexorable, Aesch.