ὕσγινον
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
τό, a vegetable dye of bright crimson or scarlet colour, perh. the
A kermes (v. ὕσγη), Nic.Th.511, AP6.254 (Myrin.); hysginum, Vitr.7.14.1 (excygno codd.), Plin.HN9.140, 21.170, 35.45 (hygino, yyg-, yog-, id genus, codd.), Dig.32.1.78.5, Isid.Etym.19.17.15 (iscino): gen. sg. ισγινης Edict.Diocl.19.8; ισγενης, ib.24.9-12. 2 scarlet cloak, τὸ ἄλλο ζεῦγος τῶν ὑσγείνων POxy.531.17 (ii A. D.). [ῑ Nic. and AP ll. cc.; but ὑσγῐνόεις Nic.Th.870: the forms ισγινη, ισγενη point to a naturally short, ι, lengthd. metri gr.]
Greek (Liddell-Scott)
ὕσγῑνον: τό, φυτικὴ βαφὴ ἔχουσα χρῶμα ἀνοικτὸν κόκκινον, κοινῶς «ἄλικον», μεταξὺ τοῦ πορφυροῦ καὶ τοῦ κοκκίνου· λαμβάνεται δὲ ἐκ τοῦ θάμνου ὕσγης, ὅπερ φαίνεται ὅτι εἶναι Γαλατικὸν ὄνομα ἀντὶ τοῦ πρῖνος, Νικ. Θηρ. 511, Ἀνθ. Π. 6. 254. [ῑ ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. ὑσγῐνόεις, Νικ. Θηρ. 870].
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
teinture écarlate.
Étymologie: DELG ὕσγη.
Par. φοῖνιξ¹, κόκκινος.
Greek Monotonic
ὕσγῑνον: τό, χρωστική ουσία από τον κορμό του θάμνου, ὕσγη, άλικος, πορφυρός, κατακόκκινος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὕσγῑνον: τό (растительная) пурпурная краска Anth.