λιπαρία

From LSJ
Revision as of 17:00, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῑπᾰρία Medium diacritics: λιπαρία Low diacritics: λιπαρία Capitals: ΛΙΠΑΡΙΑ
Transliteration A: liparía Transliteration B: liparia Transliteration C: liparia Beta Code: lipari/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A persistence, perseverance, λιπαρίῃ τε καὶ ἀρετῇ ἀντέχομεν Hdt.9.21, cf. 70; importunity, Ael.Fr.61.
λῐπᾰρ-ία, ἡ, (λιπαρός)

   A fatness, Dsc.1.40.

German (Pape)

[Seite 50] ἡ, die Fettigkeit, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

λῑπᾰρία: Ἰων. -ίη, ἡ, (λιπαρής) ἐπιμονή, ἐμμονή, λιπαρίῃ τε καὶ ἀρετῇ ἀντέχομεν Ἡρόδ. 9. 21, πρβλ. 70, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

1ας (ἡ) :
persistance, persévérance.
Étymologie: λιπαρής.

Greek Monolingual

(I)
λιπαρία, ιων. τ. λιπαρίη, ἡ (Α) λιπαρώ
1. εμμονή, επιμονή
2. φορτική, ενοχλητική συμπεριφορά.
(II)
λιπαρία, ἡ (Α, Μ λιπαριά) λιπαρός
πάχος, παχύτητα.

Greek Monotonic

λῑπᾰρία: Ιων. λιπαρίη, ἡ, επιμονή, εμμονή, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

λῑπᾰρία, ἡ,
importunity, persistence, Hdt.