προσομιλέω

From LSJ
Revision as of 19:13, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσομῑλέω Medium diacritics: προσομιλέω Low diacritics: προσομιλέω Capitals: ΠΡΟΣΟΜΙΛΕΩ
Transliteration A: prosomiléō Transliteration B: prosomileō Transliteration C: prosomileo Beta Code: prosomile/w

English (LSJ)

   A hold intercourse with, associate with, τισι Thgn.31, E. Med.1086 (anap.), Pl.Grg.502e; προσομιλεῖν ἥδιστος δαίμων θνητοῖς E.Fr.897 (anap.); πρός τινα X.HG1.1.30; τὰ ἴδια προσομιλοῦντες conducting our private intercourse, Th.2.37; π. διὰ χάριτος Pl.Sph. 222e; converse with, J.AJ4.8.48.    2 of sexual intercourse, π. γυναικί Hld.4.8, cf. Luc.Am.17; ἑτέρῳ γάμῳ π. PMasp.153.26, al. (vi A.D.).    3 discourse, lecture, τοῖς γνωρίμοις περί τινος Porph.VP 25.    II cling to, πέτρῃ, of the polypus, Thgn.216; [δίκτυον] ὑφάλῳ πέτρᾳ π. Alciphr.1.14; οἶνος ἀέρι π. is exposed to it, Gp.7.6.8.    III c. dat. rei, to be conversant with, πείρᾳ S.Tr.591; τῷ πολέμῳ Th.1.122; γυμναστικῇ Pl.Ti.88c: metaph., ὕβρει π. Id.Phdr.250e.

German (Pape)

[Seite 774] Umgang, Verkehr mit Einem haben, τινί, Theogn. 31, sich mit Einem unterhalten; Eur. Med. 1085; ὥςπερ παισὶ προσομιλοῦσι τοῖς δήμοις, Plat. Gorg. 502 a, mit ihnen umgehen; auch ὕβρει προσομιλῶν, Phaedr. 250 e; vgl. noch Thuc. 2, 37, ἀνεπαχθῶς τὰ ἴδια προσομιλοῦντες; πρός τινα, Xen. Hell. 1, 1, 30. – Auch an einem Orte verkehren, verweilen, c. dat., Theogn. 216. – Uebertr., sich mit einer Sache beschäftigen, befassen, πείρᾳ δ' οὐ προσωμίλησά πω, ich habe noch nicht den Versuch gemacht, Soph. Trach. 588; γυμναστικῇ, Plat. Tim. 88 c; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσομῑλέω: συναναστρέφομαι μετά τινος, ζῶ ἢ διαμένω μετά τινος, συνομιλῶ, τινι Θέογν. 31, Εὐρ. Μήδ. 1085, Ἀποσπ. 889, Πλάτ. Γοργ. 502Ε· πρός τινα Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 30· τὰ ἴδια προσομιλοῦντες Θουκ. 2. 37· πρ. διὰ χάριτος Πλάτ. Σοφιστ., 2. 2Ε. 2) πρ. γυναικί, συνέρχομαι αὐτῇ, Ἡλιόδ. 4. 8, πρβλ. Λουκ. Ἔρωτ. 17. ΙΙ. διαμένω ἔν τινι τόπῳ, συχνάζω, διατρίβω που, ποτὶ πέτρῃ Θέογν. 216, πρβλ. Ἀλκίφρ. 1. 14· οἶνος ἀέρι πρ., εἶναι ἐκτεθειμένος εἰς..., Γεωπ. ΙΙΙ. μετὰ δοτ. πράγμ., ἔρχομαι εἰς συναφὴν πρός τι, πείρᾳ δ’ οὐ προσωμίλησά πω, δὲν ἦλθον εἰς στενὴν σχέσιν μὲ τὴν πεῖραν, δὲν ἔχω πεῖραν πράγματός τινος εἰσέτι, Σοφ. Τρ. 591· προσομιλεῖν τῷ πολέμῳ, ἀσχολεῖσθαι, Θουκ. 1. 122· γυμναστικῇ προσομιλοῦντα, καταγινόμενον, Πλάτ. Τίμ. 88C· μεταφορ., ὕβρει πρ. ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 250Ε.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
avoir commerce avec, être en relation avec : τινί, πρός τινα, avec qqn ; avec un dat. de chose : προσομιλεῖν τινι être familier avec, être versé dans qch ; avec un acc. de chose : προσομιλεῖν τὰ ἴδια THC entretenir ou avoir avec qqn des relations privées.
Étymologie: πρός, ὁμιλέω.

Greek Monotonic

προσομῑλέω: μέλ. -ήσω,
I. συνοδεύω με, κατοικώ με, συνδιαλέγομαι, συνομιλώ, τινί, σε Θέογν., Ευρ. κ.λπ.· πρός τινα, σε Ξεν.· τὰ ἴδια προσομιλοῦντες, κατευθύνοντας την προσωπική μας επικοινωνία, σε Θουκ.
II. διαμένω, συχνάζω, ποτὶ πέτρῃ, σε Θέογν.
III. είμαι γνώστης, έμπειρος, πείρᾳ, σε Σοφ.· τῷ πολέμῳ, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

προσομῑλέω:
1) обращаться с речью, заговаривать, беседовать (τινι Eur., Plat. и πρός τινα Xen.): τὰ ἴδια π. Thuc. толковать о личных делах;
2) общаться, иметь общение (τινι Luc.);
3) предаваться, быть занятым (τῷ πολέμῳ Thuc.; γυμναστικῇ Plat.): πείρᾳ δ᾽ οὐ προσωμίλησά πω Soph. я еще не подвергла испытанию (этого снадобья).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-ομιλέω omgaan met, met dat.:; ὥσπερ παισὶ προσομιλοῦσι τοῖς δήμοις zij gaan met volksmassa’s om als met kinderen Plat. Grg. 502e; τὰ ἴδια προσομιλοῦντες in onze persoonlijke omgang Thuc. 2.37.3; spec. seks hebben met:. τῷ λίθῳ προσωμίλησεν hij had seks met het stenen beeld [Luc.] 49.17. ervaring hebben met, met dat.: πείρᾳ δ ’ οὐ προσωμίλησά πω ik heb nog geen proefondervindelijke ervaring Soph. Tr. 591; ὁ μὲν εὐοργήτως αὐτῷ προσομιλήσας wie beheerst daarmee (oorlog) bezig is Thuc. 1.122.1; γυμναστικῇ π. sport bedrijven Plat. Tim. 88c; ὕβρει π. excessief gedrag vertonen Plat. Phaedr. 250e.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to hold intercourse with, live or associate with, converse with, τινί Theogn., Eur., etc.; πρός τινα Xen.; τὰ ἴδια προσομιλοῦντες conducting our private intercourse, Thuc.
II. to be attached, ποτὶ πέτρῃ Theogn.
III. to be conversant with, πείρᾳ Soph.; τῷ πολέμῳ Thuc.