ἔπαυλος

From LSJ
Revision as of 16:15, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔπαυλος Medium diacritics: ἔπαυλος Low diacritics: έπαυλος Capitals: ΕΠΑΥΛΟΣ
Transliteration A: épaulos Transliteration B: epaulos Transliteration C: epavlos Beta Code: e)/paulos

English (LSJ)

ὁ, (αὐλή) mostly in pl.,

   A ἔπαυλοι Od.23.358, A.R.1.800; ἔπαυλα S.OT 1138, OC669 (lyr.):—fold for cattle at night, Od.l.c., S.OTl. c.    2 generally, dwelling, home, A.Pers.870 (lyr.), S.OCl. c.

German (Pape)

[Seite 906] ὁ, 1) der Stall, die Hürde zum Uebernachten des Viehes, Od. 23, 358. – 2) Uebh. Wohnsitz, Θρῃκίων ἐπαύλων Aesch. Pers. 851; ἔπαυλοι Ap. Rh. 1, 800; gew. τὰ ἔπαυλα, Soph. O. C. 662 O. R. 1138; ἔπαυλα βοῶν Leon. Tar. 6 (VI, 262); Κιμμερίων ἔπαυλα Lycophr. 695.

Greek (Liddell-Scott)

ἔπαυλος: ὁ, (αὐλὴ) τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ἔπαυλοι, Ὀδ. Ψ. 358, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1. 800· ἔπαυλα, τά, Σοφ. Ο. Τ. 1138, Ο. Κ. 669· - μάνδρα, ἔπαυλις, ποιμνιοστάσιον, «ἐπαύλους ἤτοι σταθμούς, αὐλάς, ἐπαύλεις» (Εὐστ.), Ὀδ. ἔνθ. ἀνωτ., Σοφ. Ο. Τ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) καθόλου, κατοικία, οἶκος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 870, Σοφ. Ο. Κ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
plur. οἱ ἔπαυλοι ou τὰ ἔπαυλα;
1 étable, parc pour les bestiaux pendant la nuit;
2 p. ext. résidence.
Étymologie: ἐπί, αὐλή.

English (Autenrieth)

(αὐλή, ‘adjoining the court’): pl., cattle stalls, stables, Od. 23.358†.

Greek Monolingual

ἔπαυλος, ο (Α) αυλή
(συν. στον πληθ. οἱ ἔπαυλοι και τὰ ἔπαυλα)
τόπος περιφραγμένος όπου διανυκτερεύουν ζώα, στάβλος, μάντρα, μαντρί.

Greek Monotonic

ἔπαυλος: ὁ (αὐλή),
1. στάνη, κατάλυμα για κοπάδια, ἔπαυλοι, σε Ομήρ. Οδ.· ετερογ. πληθ., ἔπαυλα, σε Σοφ.
2. γενικά, διαμονή, κατοικία, οίκος, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἔπαυλος: ου ὁ (только pl.; Soph. τὰ ἔπαυλα)
1) скотный двор, стойло Hom., Soph., Anth.;
2) местопребывание, жилище (Θρῃκίων Aesch.): τὰ τᾶς χώρας κράτιστ᾽ ἔπαυλα Soph. лучший уголок страны.

Middle Liddell

ἔπ-αυλος, ὁ, αὐλή
1. a fold for cattle at night, ἔπαυλοι Od.; heterog. pl. ἔπαυλα Soph.
2. generally, a dwelling, home, Aesch., Soph.