ἐξέλασις
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
εως, ἡ,
A driving out, expulsion, τῶν Πεισιστρατιδέων Hdt.5.76; τινὸς ἐκ τῆς νήσου Id.6.88. II intr., marching out, expedition, βασιλέος ἐκ Θέρμης Id.7.183, cf. X. Cyr.8.3.1, etc.; charge of cavalry, Plu.Art.16 (pl.).
German (Pape)
[Seite 876] ἡ, das Heraus-, Vertreiben; τῶν Πεισιστρατιδέων Her. 6, 88; Sp., wie Plut. Cat. min. 33. – Intr., der Auszug, das Ausgehen, das Aus reiten, μετὰ τὴν βασιλέως ἐξέλασιν ἐκ Θέρμης Her. 7, 183; Xen. Cyr. 8, 3, 1, u. öfter auch Sp., wie Plut. Art. 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξέλᾰσις: -εως, ἡ, ἔξωσις, ἐκδίωξις, ἐξορία, τῶν Πεισιστρατιδέων Ἡρόδ. 5. 76, πρβλ. 6. 88. ΙΙ. ἀμετάβ., ὡς τὸ ἐξελασία, ἐκστρατεία, ὁ αὐτ. 7. 183, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 1, κτλ.· ἔφοδος ἱππικοῦ, Πλουτ. Ἀρτοξ. 16· πρβλ. ἔλασις.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
I. expulsion;
II. 1 marche au dehors, expédition;
2 charge de cavalerie.
Étymologie: ἐξελαύνω.
Greek Monotonic
ἐξέλᾰσις: -εως, ἡ,
I. έξωση, εκδίωξη, απέλαση, εξορία, σε Ηρόδ.
II. αμτβ., έφοδος, εξόρμηση, εκστρατεία, στον ίδ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐξέλᾰσις: εως ἡ
1) изгнание (τῶν Πεισιστρατιδέων Her.; Κικέρωνος Plut.);
2) выход, отъезд (βασιλέως ἐκ Θέρμης Her.; ἐκ τῶν βασιλείων Xen.);
3) натиск, атака (ἐξελάσεις καὶ συμπλοκαί Plut.).
Middle Liddell
ἐξέλᾰσις, εως n
I. a driving out, expulsion, Hdt.
II. intr. a marching out, expedition, Hdt., Xen. [from ἐξελαύνω