ἐξοικοδομέω

From LSJ
Revision as of 15:05, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξοικοδομέω Medium diacritics: ἐξοικοδομέω Low diacritics: εξοικοδομέω Capitals: ΕΞΟΙΚΟΔΟΜΕΩ
Transliteration A: exoikodoméō Transliteration B: exoikodomeō Transliteration C: eksoikodomeo Beta Code: e)coikodome/w

English (LSJ)

   A build, Hdt.2.176, 5.62; make a building good, IG 22.463.48: metaph., τέχνην μεγάλην ἐ. Pherecr.94:—Med., Plb.1.48.11:—Pass., ἐξῳκοδόμηταί σοι τὸ τεῖχος is finished, Ar.Av.1124.    2 ἐ. κρημνόν build up a road along it, Plb.3.55.6.    II unbuild, lay open, τὰς πύλας D.S.11.21, cf. Plu.Dio50.

German (Pape)

[Seite 885] ausbauen, fertig erbauen; τεῖχος Ar. Av. 1124; οἰκίας Her. 5, 62; Xen. Oec. 20, 29 u. Sp.; πύλας, die verbau'ten Thore öffnen, niederreißen, D. Sic. 11, 21; τὸ περιτείχισμα Plut. Dion. 50; – τὸν κρημνόν, einen Weg darüber bahnen, Pol. 3, 55, 6, der auch im med. ἐξοικοδομήσασθαι τεῖχος sagt, für sich aufführen, 1, 48, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξοικοδομέω: οἰκοδομῶ ἐντελῶς, τὸ ἐν Μέμφι ἱρὸν Ἄμασίς ἐστι ὁ ἐξοικοδομήσας Ἠροδ. 2. 176., 5. 62, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1124, κλ.· μεταφ., τέχνην μεγάλην ἐξοικοδομήσας Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 8· ὡσαύτως ἐν τῷ Μέσ. τύπῷ, Πολύβ. 1. 48, 11. 2) ἐξοικοδομεῖν τὸν κρημνόν, οἰκοδομεῖν ὁδὸν παρὰ τὸν κρημνόν, ὁ αὐτὸς 3. 35, 6. ΙΙ. κρημνίζω μέρος ᾠκοδομημένον, ἐκφράσσω, ἀνοίγω, ταύτας (τὰς πύλας) ἐξῳκοδόμησεν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀνοικοδομῶ, Διόδ. 11. 21, πρβλ. Πλουτ. Δίωνα 50.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 achever de construire, acc.;
2 pratiquer une ouverture dans une construction, ouvrir, acc..
Étymologie: ἐξ, οἰκοδομέω.

Greek Monotonic

ἐξοικοδομέω: μέλ. -ήσω, οικοδομώ, χτίζω εντελώς, ολοκληρώνω, αποπερατώνω οικοδόμημα, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξοικοδομέω:
1) завершать постройкой, выстраивать, сооружать (ἱρόν Her.; οἰκίας Xen.; τεῖχος ἐξῳκοδόμηται Arph.);
2) воен. снабжать укреплениями, укреплять (κρημνόν Polyb.);
3) взламывать, разрушать (τὰς πύλας Diod.; τὸ περιτείχισμα Plut.);
4) med. отстраивать, восстанавливать (τὸ πεπτωκὸς τεῖχος Polyb.).

Middle Liddell

fut. ήσω
to build completely, finish a building, Hdt., Ar.