γνωμονικός

From LSJ
Revision as of 14:25, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γνωμονικός Medium diacritics: γνωμονικός Low diacritics: γνωμονικός Capitals: ΓΝΩΜΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: gnōmonikós Transliteration B: gnōmonikos Transliteration C: gnomonikos Beta Code: gnwmoniko/s

English (LSJ)

ή, όν, (

   A γνώμων 1) judging by rule, X.Mem.4.2.10; fit to judge of, skilled in a thing, τινός Pl.R.467c, Iamb.Myst. 3.27.    II (γνώμων 11.2.a) of or concerning sun-dials, θεωρήματα Hipparch. 1.9.8, cf. Str.1.1.20: -κός, ὁ, expert in sun-dials, AP14.139, Gal.5.652, Procl.Hyp.5.54: ἡ -κή (sc. τέχνη), the art of making them, Vitr.1.3. Adv. -κῶς Str.2.1.35.    2 forming a γνώμων (11.2. c), τρίγωνα Iamb. in Nic.p.71 P. Adv. -κῶς ib.p.77 P.

German (Pape)

[Seite 498] 1) urtheilsfähig, einsichtsvoll, Xen. Mem. 4, 2, 10; τῶν στρατειῶν Plat. Rep. V, 467 c. – 2) zur Sonnenuhr gehörig; ἡ γνωμονική, Kunst, Sonnenuhren zu machen, Vitr.; vgl. Anthol. XIV, 139.

Greek (Liddell-Scott)

γνωμονικός: -ή, -όν, (γνώμων Ι) ἁρμόδιος ὅπως παράσχῃ κρίσιν, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2,10· πεπειραμένος, ἔμπειρος ἔν τινι πράγματι, τινος Πλάτ. Πολ. 467C. ΙΙ. (γνώμων ΙΙ) ὁ ἀνήκων ἢ ἔμπειρος εἰς γνώμονας ἢ ἡλιακὰ ὡρολόγια, Ἀνθ. Π. 14.139· ἡ γνωμονική (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ κατασκευάζοντος γνώμονας, Βιτρούβ. 1.3.― Ἐπίρρ. –κῶς Στράβ. 87.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui connaît, habile à, expert en.
Étymologie: γνώμων.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I de pers. experto en, conocedor de c. gen. γνωμονικοὶ τῶν στρατειῶν Pl.R.467c, γνωμονικοὶ ταύτης (θείας μαντικῆς) Iambl.Myst.3.27
abs. experto, perito ἀνήρ X.Mem.4.2.10, cf. γνώμων I.
II 1propio de los relojes de sol θεωρήματα Hipparch.1.9.8, δι' ὀργάνων γνωμονικῶν ἢ διοπτρικῶν Str.2.1.35, cf. 1.1.20, 2.5.4, κατασκεύασμα Procl.Hyp.4.78.
2 geom. que forma un gnomon o escuadra (cf. γνώμων II 3) τρίγωνα Iambl.in Nic.71.
3 subst. ὁ γ. experto en relojes de sol γνωμονικῶν Διόδωρε μέγα κλέος AP 14.139 (Metrod.), cf. Gal.5.652, Procl.Hyp.4.54, SEG 36.1153 (Nicea)
ἡ γ. el arte de hacer relojes de sol Vitr.1.3.1.
III adv. -ῶς
1 de manera gnomónica, e.e. en relación con la determinación por el reloj solar ὁ ... δι' Ἀθηνῶν παράλληλος γ. ληφθείς Str.2.1.35.
2 mat. de manera que forme un gnomon (cf. γνώμων II 5) εἴτε γ. δέοι περιτιθέναι τινὶ τὴν ἐπισωρείαν τῶν ἀρτίων Iambl.in Nic.77.

Greek Monolingual

γνωμονικός, -ή, -όν (Α) γνώμων
1. αρμόδιος να γνωμοδοτεί για κάτι
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ηλιακά ρολόγια
3. το θηλ. ως ουσ. γνωμονική, ηγνωμονική)
η τέχνη της κατασκευής γνωμόνων, ηλιακών ρολογιών.

Greek Monotonic

γνωμονικός: -ή, -όν (γνώμων I),
I. ικανός να εκδώσει γνωμάτευση, να σχηματίσει κρίση, σε Ξεν.· πεπειραμένος, έμπειρος σε ένα πράγμα, με γεν., σε Πλάτ.
II. (γνώμων II), αυτός που ανήκει ή προορίζεται για ηλιακά ρολόγια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γνωμονικός: II ὁ знаток гномонов (см. γνώμων 5), т. е. астроном Anth.
сведущий, просвещенный (ἀνήρ Xen.; τῶν στρατειῶν Plat.).

Middle Liddell

γνώμων
I. (γνώμων I) fit to give judgment, Xen.: experienced in a thing, c. gen., Plat.
II. (γνώμων II) of or for sun-dials, Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γνωμονικός -ή -όν γνώμων oordeelkundig, deskundig met gen. in iets. Plat. Resp. 467c.