δάσκιλλος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ὁ, name of
A a fish, Arist.HA591a14.
Greek (Liddell-Scott)
δάσκιλλος: ὁ, ὄνομα ἰχθύος, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 2, 24.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ ict., n. de un pez ὁ δὲ δ. (τρέφεται) τῷ βορβόρῳ καὶ κόπρῳ Arist.HA 591a14.
• Etimología: Cf. δάσκιος, c. -λλ- de origen prob. familiar.
Greek Monolingual
ο (Α δάσκιλλος)
γένος ακανθοπτερύγιων ψαριών
νεοελλ.
κολεόπτερο έντομο τών εύκρατων και ημιτροπικών χωρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης ονομασία ψαριού με πιθανό αναδιπλασιασμό του -λ-, που συνδέεται μάλλον με το δάσκιος «σκιερός». Πρόκειται ίσως για ψάρι με σκούρο χρώμα (πρβλ. σκίαινα)].
Russian (Dvoretsky)
δάσκιλλος: ὁ рыба предполож. сциена Arst.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: an unknown fish (Arist. HA 591 a 14: τέρπεται τῳ̃ βορβόρῳ καὶ κόπρῳ).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Wood AmJPh 48, 303 derived it from δά-σκιος shadowy, which is a mere guess.
Frisk Etymology German
δάσκιλλος: {dáskillos}
Grammar: m.
Meaning: N. eines unbekannten Fisches (Arist. HA 591 a 14: τέρπεται τῳ̃ βορβόρῳ καὶ κόπρῳ).
Etymology : Scheint der Form nach ein geminierter Kosename zu sein (Schwyzer 485). Wood AmJPh 48, 303 erklärt es aus δάσκιος schattenreich (s. δα-); über Fischnamen, die von σκιά abgeleitet sind, z. B. σκίαινα (nach der dunklen Farbe), s. Strömberg Fischnamen 27.
Page 1,350