ζωάγρια
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ων, τά, (ζωός, ἀγρέω, orig.
A ransom paid for a prisoner taken alive) reward for life saved, ζωάγρι' ὀφέλλεις Od.8.462; δῶρα λάμψονται ζωάγρια Κροίσου Hdt.3.36; Θέτι… ζωάγρια τίνειν Il.18.407, cf. Call.Fr.162, AP6.220.15 (Diosc.); rare in Prose, Demetr.Lac. Herc.1014.49; also, offerings to Aesculapius and other gods for recovery from illness, IG14.967a5: c. gen., νούσων ibid.; ζ. ἀποθύειν Ael.NA11.31: sg. in Orac. ap. Plu.Arat.53—a form ζώγρια, τά, Suid.—Adj. ζωάγριος, ον, ζ. μοι χάριτας ὀφλήσεις you will owe me thanks for a life saved, Babr.50.15.
Greek (Liddell-Scott)
ζωάγρια: -ων, τά, (ζωός, ἀγρεύω), ἀμοιβὴ τῆς διασώσεως τῆς ζωῆς, ζωάγρι’ ὀφέλλειν Ὀδ. Θ. 462· δῶρα λάμψονται ζωάγρια Κροίσου Ἡρόδ. 3. 36· ὡσαύτως, ὡς τὸ θρεπτήρια, ἀμοιβὴ τῆς διατροφῆς τινος, Θέτι.. ζωάγρια τίνειν Ἰλ. Σ. 407, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 162, Ἀνθ. Π. 6. 200· ὡσαύτως θυσίαι εἰς τὸν Ἀσκληπιὸν καὶ ἄλλους θεοὺς ἐπὶ διασώσει ἀπὸ ἀσθενείας, αὐτόθι παραρτ. 56, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 11. 31· μετὰ γεν. πράγμ., ζωάγρια μόχθων Ἀνθ. Π. 1. 12· ζ. νούσων αὐτόθι παραρτ. 55· - τύπος τις ζώγρια, τά, εὑρίσκεται παρὰ Σουΐδ. - Ὁ ἑνικὸς ἀπαντᾷ ἔν τινι χρησμῷ παρὰ Πλουτ. Ἀράτ. 53 (πρβλ. ζωγρέω ΙΙ)· καὶ ἐπίθετ. ζωάγριος Βάβρ. 50. 15, ζωαγρίους μοι χάριτας ὀφλήσεις, θὰ μοι ὀφείλῃς χάριτας διὰ τὴν διάσωσιν τῆς ζωῆς· οὕτως ἐν Νόνν. Ἰω. 15. 13, λύτρον ἑτάρων ζωάγριον.
English (Autenrieth)
pl. (ζωός, ἀγρέω): reward for saving life, Il. 18.407, Od. 8.462.
Greek Monotonic
ζωάγρια: -ων, τά (ζωός, ἀγρεύω), αμοιβή που προσφέρεται για τη διάσωση της ζωής κάποιου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· επίσης, όπως το θρεπτήρια, αμοιβή που καταβάλλεται για τη διατροφή και την ανατροφή κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν. πράγμ., ζωάγρια μόχθων, νούσων, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ζωάγρια: τά (тж. ζ. δῶρα Her.) выкуп за сохранение жизни, плата за пощаду (τινὶ ζ. τίνειν Hom.): ζ. ὀφέλλειν τινί Hom. быть обязанным кому-л. за спасение жизни; ἱρήν τινι θαλάμην ζ. ἀνατίθεσθαι Anth. воздвигнуть кому-л. храм в благодарность за спасение жизни.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n. pl.
Meaning: ransom for a living person (Il.) .
Derivatives: ζωάγριος pertaining to a ransom (Babr.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Formed like ἀνδρ-άγρια what is taken upon the capture of a man, exuviae (Ξ 509), μοιχ-άγρια fine for a catched adulterer (θ 332) a. o., s. Wackernagel KZ 33, 47 = Kl. Schr. 1, 726. Compound from ζωὸν ἀγρεῖν with the ιο-suffix. From there also the verb ζωγρέω take somebody prisoner, grant a prisoner his life, in Hom. (Il.) only pres. ζώγρει, -εῖτε (unclear Ε 667; cf. Nehring ClassPhil. 42, 117f.), aor. ἐζώγρησα, -ήθην (IA; Hom. has ζωοὺς ἕλον, ζωὸν ἕλε). - From ζωγρέω: 1. ζωγρία, -ίη take sb. prisoner alive (Hdt., Plb., Str.) with ζωγρίας m. who was taken captive alive (Ctes.); 2. ζωγρεῖον cage, esp. for fishes (Aq., Str., Plu.). Here also ζάγρη pit to catch animals?, s. Ζαγρεύς. - Cf. Chantraine Et. sur le vocab. grec 51. S. Janni, Quad. Urbinati 1967, 3, 20.
Middle Liddell
ζωός, ἀγρεύω
reward for life saved, Od., Hdt.; also, like θρεπτήρια, a reward for nursing and rearing one, Il.: c. gen. rei, ζωάγρια μόχθων, νούσων Anth.
Frisk Etymology German
ζωάγρια: {zōágria}
Grammar: n. pl.
Meaning: Fanggeld für einen Lebenden, Rettungslohn (vorw. ep. poet. seit Il.) mit ζωάγριος auf Rettungslohn bezüglich (Babr.).
Etymology : Bildung wie ἀνδράγρια was bei der Gefangennahme eines Mannes erlegt wird, exuviae (Ξ 509), μοιχάγρια Buße des ertappten Ehebrechers (θ 332) u. a., s. Wackernagel KZ 33, 47 = Kl. Schr. 1, 726. Zusammenbildung aus ζωὸν ἀγρεῖν mittels des ιο-Suffixes. Aus dem letztgenannten Ausdruck erwuchs auch das Verb ζωγρέω lebendig gefangen nehmen, dem Gefangenen das Leben schenken, bei Hom. (Il.) nur Präs. ζώγρει, -εῖτε (unklar Ε 667; vgl. Nehring ClassPhil. 42, 117f.), Aor. ἐζώγρησα, -ήθην (ion. att.; Hom. dafür ζωοὺς ἕλον, ζωὸν ἕλε). — Von ζωγρέω: 1. ζωγρία, -ίη ‘das Gefangennehmen jmds. in lebendigem Zustand, das Verschonen des Gefangenen’ (Hdt., Plb., Str. u. a.) mit ζωγρίας m. der lebendig gefangengenommen worden ist (Ktes., LXX usw.); 2. ζωγρεῖον ‘Käfig, bes. für Fische, Fischteich’ (Aq., Str., Plu. u. a.). Hierher auch ζάγρη Fallgrube für Tiere?, s. Ζαγρεύς. — Vgl. Chantraine Et. sur le vocab. grec 51.
Page 1,616-617