τετράβραχυς
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
εος, ὁ, a metrical
A foot consisting of four short syllables, = προκελευσματικός, Sch.Ar.Av.238.
German (Pape)
[Seite 1096] εος, ὁ, ein aus vier kurzen Sylben bestehender Versfuß, gewöhnlich προκελευσματικός, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
τετράβρᾰχυς: -εως, ὁ, μετρικὸς ποὺς συγκείμενος ἐκ τεσσάρων βραχειῶν συλλαβῶν, = προκελευσματικός, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 237.
Greek Monolingual
-άχεος, ὁ, ΜΑ
μετρικός πους που αποτελείται από τέσσερεις βραχείες συλλαβές, αλλ. προκελευσματικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + βραχύς.