ἐκδότης
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who farms out contracts or taxes, ib. 12(5).653.63, etc. II one who gives his daughter in marriage, POxy.497.15 (ii A.D.). III betrayer, Hsch.
German (Pape)
[Seite 758] ὁ, der eine Arbeit für Lohn verdingt, Inscr. II p. 277.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Grafía: graf. ἐγδ- IG 12(5).653.63 (Siro I a.C.)
1 el que entrega a la hija en matrimonio, debiendo instituir la dote ἀποδότω ὁ γαμῶν τῷ ἐκδότῃ ... τὰς τῆς φέρνης δραχμὰς τετρακισχιλίας POxy.496.9, cf. 497.15 (ambos II d.C.).
2 adjudicador ciudadano designado para adjudicar y supervisar trabajos públicos, en número de tres ἐγδό(ται) [τ] ᾶστάλας IPArk.23.11 (Herea III a.C.), cf. ID 507.25, 28 (III a.C.), uno solo IG 12(5).653.63 (Siros I a.C.), cf. Men.Pc.282 (sent. dud.), v. ἐκδοτήρ.
3 traductor ὡς δὲ οἱ ἄλλοι ἐκδόται, Ἀκύλας μέν Epiph.Const.Haer.65.4.5.
4 ἐκδόται· προδόται, ἀποδόται Hsch.
Greek Monolingual
ο (θηλ. εκδότις και εκδότρια, η) (AM ἐκδότης)
νεοελλ.
1. αυτός που αναλαμβάνει τη δαπάνη της εκτυπώσεως και κυκλοφορίας συγγράμματος ή εντύπου («εκδότης βιβλίου»)
2. φρ. α. «υπεύθυνος εκδότης» (για εφημερίδα) αυτός που έχει τη νομική ευθύνη για τα δημοσιευόμενα
β. «εκδότης συναλλαγματικής» — αυτός που συντάσσει και υπογράφει σύμφωνα με τις διατάξεις του εμπορικού κώδικα ειδικό έγγραφο με το οποίο δίνει εντολή σε τρίτο πρόσωπο να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό στον αποδέκτη
γ. «εκδότης εντάλματος, διαβατηρίου κ.λπ.» — ο αρμόδιος υπάλληλος ή η αρμόδια αρχή για την έκδοσή τους
4. «εκδότης εισιτηρίων» — αυτός που δίνει με καταβολή του αντίτιμου τα δελτία εισόδου σε χώρο θεαμάτων, σε συγκοινωνιακά μέσα κ.λπ.
μσν.
ανάδοχος, εργολάβος
αρχ.
1. αυτός που παραγγέλνει κάτι με αντιμισθία
2. εκείνος που δίνει σε γάμο την κόρη του
3. προδότης.