παλίγγλωσσος

From LSJ
Revision as of 19:25, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίγγλωσσος Medium diacritics: παλίγγλωσσος Low diacritics: παλίγγλωσσος Capitals: ΠΑΛΙΓΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: palínglōssos Transliteration B: palinglōssos Transliteration C: paligglossos Beta Code: pali/gglwssos

English (LSJ)

ον,

   A contradictory, false, ἀγγέλων ῥῆσις Pi.N.1.58; but ἔρις οὐ π. unrelenting, Id.Parth.2.63.    II of strange or foreign tongue, πόλις Id.I.6(5).24.    III = δύσφημος, Com.Adesp.1098.

German (Pape)

[Seite 447] von widriger, fremder Sprache; πόλις, neben βάρβαρος, Pind. I. 5, 23; aber ῥῆσις παλίγγλωσσος ἀγγέλων, N. 1, 58, ist die widersprechende, falsche; vgl. Poll. 2, 109. 6, 164, wo es δύσφημος, κακόφημος erkl. ist.

Greek (Liddell-Scott)

παλίγγλωσσος: -ον, ὡς τὸ παλίλλογος, ΙΙ. 2, ἐναντιόφημος, ἀντιφατικός, ψευδής, ἀγγελία Πινδ. Ν. 1. 88. ΙΙ. ὁ λαλῶν παράδοξον ἢ ξένην γλῶσσαν, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 6(5). 35. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλιγγλώσσῳ· βλασφήμῳ».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui parle à rebours, faux;
2 qui parle une langue étrangère.
Étymologie: πάλιν, γλῶσσα.

English (Slater)

πᾰλίγγλωσσος, -ον
   a uttered contrary to fact, lying παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν pr. (N. 1.58)
   b perverse of tongue οὐδ' ἔστιν οὕτω βάρβαρος οὔτε παλίγγλωσσος πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος (I. 6.24)
   c sign. incert. ἐνῆκεν καὶ ἔπειτ[ ]λος τῶνδ' ἀνδρῶν ἕνεκεν μερίμνας σώφρονος ἐχθρὰν ἔριν οὐ παλίγγλωσσον, ἀλλὰ δίκας ὁδοὺς πιστὰς ἐφίλη[ς.]ν (παλίγγλωσσος coni. Wil.: unrelenting G-H.) Παρθ. 2. 63.

Greek Monolingual

παλίγγλωσσος και πολίγλωσσος, -ον (Α)
1. αντιφατικός, ψευδής
2. αυτός που κάμπτεται, που λυγίζει («ἔρις οὐ παλίγγλωσσος», Πίνδ.)
3. αυτός που μιλά παράξενη ή ξένη γλώσσα
4. δύσφημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + -γλωσσος (< γλῶσσα)].

Greek Monotonic

πᾰλίγγλωσσος: -ον (γλῶσσα),·
I. αντιφατικός, ψευδής, σε Πίνδ.
II. λέγεται για παράξενη ή ξένη γλώσσα, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίγγλωσσος -ον [πάλιν, γλῶσσα] tegensprekend, onwaar, met vreemde taal.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίγγλωσσος:
1) говорящий на непонятном языке (πόλις Pind.);
2) неверный, лживый (ῥῆσις Pind.).

Middle Liddell

πᾰλίγ-γλωσσος, ον, γλῶσσα
I. contradictory, false, Pind.
II. of strange or foreign tongue, Pind.