συνεπινεύω

From LSJ
Revision as of 12:27, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπινεύω Medium diacritics: συνεπινεύω Low diacritics: συνεπινεύω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΝΕΥΩ
Transliteration A: synepineúō Transliteration B: synepineuō Transliteration C: synepineyo Beta Code: sunepineu/w

English (LSJ)

   A join in assenting, Arist.SE169a33, IPE2.52 (Panticapaeum, i A.D.), Wilcken Chr.14 ii 13 (i A.D.), Plu.2.53b; ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς ταῖς ἡδοναῖς σ. ib.446a.    2 c. acc., join in granting, τίμαις (Aeol. acc. pl.) IGRom.4.1302.20 (Cyme, i B.C./i A.D.).    II literally, of an orator's gestures in accordance with his speech, Phld.Rh.1.73S.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπινεύω: ἐπινεύω, συγκατανεύω, Ἀριστοτ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 7. 2, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2114bb. 15· τινί, εἴς τι πρᾶγμα, αὐτόθι 3524, 20· ἐξ ὅλης ψυχῆς ταῖς ἡδοναῖς συν. τινὶ Πλούτ. 2. 446Α.

French (Bailly abrégé)

1 consentir à, τινι;
2 s’abandonner avec qqn à, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπινεύω.

Greek Monolingual

Α
1. συναινώ επίσης, συγκατανεύω ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. παραχωρώ κάτι από κοινού με άλλον
3. (για ρήτορα) κάνω χειρονομίες ανάλογες καθώς εκφωνώ τον λόγο μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπινεύω «συναινώ»].

Russian (Dvoretsky)

συνεπινεύω:
1) досл. утвердительно кивать головой, перен. подтверждать, одобрять, соглашаться (πᾶσι Plut.; ὅτι … Arst.);
2) вместе предаваться, отдаваться (ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς τινι Plut.).