ἀντίδορος

From LSJ
Revision as of 16:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίδορος Medium diacritics: ἀντίδορος Low diacritics: αντίδορος Capitals: ΑΝΤΙΔΟΡΟΣ
Transliteration A: antídoros Transliteration B: antidoros Transliteration C: antidoros Beta Code: a)nti/doros

English (LSJ)

ον, (δορά)

   A instead of skin, κάρυον χλωρῆς ἀντίδορον λεπίδος with a green husk as integument, AP6.22 (Zon.).

German (Pape)

[Seite 251] (δορά), wie mit einer Haut bekleidet, Zon. 3 (VI, 22) κάρυον χλωρῆς ἀντίδορον λεπίδος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίδορος: -ον, (δορὰ) ὁ ἀντὶ δορᾶς ἔχων ἄλλο τι κάλυμμα, κάρυον χλωρῆς ἀντίδωρον λεπίδος Ἀνθ. Π. 6. 22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
recouvert comme d’une peau.
Étymologie: ἀντί, δορά.

Spanish (DGE)

-ον
pelado κάρυον χλωρῆς ἀντίδορον λεπίδος una nuez pelada de su verde cascara, AP 6.22 (Zon.).

Greek Monotonic

ἀντίδορος: -ον (δορά), ενδεδυμένος με κάτι άλλο αντί για δέρμα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίδορος: покрытый словно кожей (κάρυον Anth. v. l. к ἀρτίδορος).

Middle Liddell

δορά
clothed with something instead of a skin, Anth.