ῥοιβδέω
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
A move with a whistling or rustling sound, ῥοιβδοῦσα κόλπον αἰγίδος letting the swelling aegis rustle (as she flies), A.Eu.404: intr., of wind, whistle, ῥοιβδήσας Εὖρος AP7.636 (Crin.). II suck down, of Charybdis, Od.12.106; κῦμα δ' ἐρροίβδει μέγα σύνεγγυς ἡμῶν Ezek.Exag.237, cf. Aristid.Or.46(3).38. 2 cause to gush forth, ὅταν . . κρηναῖον ἐξ ἄμμοιο-ήση γάνος Lyc.247. (In signf. 11 ῥυβδέω shd. perh. be written, cf. ἀναρροιβδέω; signf. 1 is found also in ἀπορροιβδέω, ἐπιρροιβδέω.)
German (Pape)
[Seite 847] mit Geräusch einschlürfen, von der Charybdis, Od. 12, 106; übh. = ῥοιζέω; ῥοιβδοῦσα κόλπον αἰγίδος, Aesch. Eum. 382, mit Geräusch schwingen.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοιβδέω: μέλλ. -ήσω, ὡς τὸ ῥοφέω, ῥοφῶ μετὰ θορύβου, ἐπὶ τῆς Χαρύβδεως, μὴ σύγε κεῖθι τύχοις, ὅτε ῥοιβδήσειν Ὀδ. Μ. 106, Τραγ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 445C, Ἀνθ. Π. 7. 636· πρβλ. ἀναρροιβδέω. 2) κάμνω ὥστε νὰ ἐκρεύσῃ, ἐξορμήση, κρηναῖον ἐξ ἄμμου γάνος Λυκόφρ. 247. ΙΙ. ὡς τὸ ῥοιζέω (πρβλ. ῥοῖβδος), κινοῦμαι μετὰ θορυβώδους ἤχου, ῥοιβδοῦσα κόλπον αἰγίδος, ποιοῦσα τὴν κολπουμένην αἰγίδα νὰ θορυβῇ (ἐν ᾧ αὐτὴ πέτεται), Αἰσχύλ. Εὐμ. 404.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés. et ao. ἐρροίβδησα;
1 intr. s’engloutir en sifflant en parl. de Charybde;
2 tr. agiter avec bruit, acc..
Étymologie: ῥοῖβδος.
English (Autenrieth)
(ῥοῖβδος, ῥοῖζος), aor. opt. ῥοιβδήσειεν: gulp, suck in, Od. 12.106†.
Greek Monotonic
ῥοιβδέω: μέλ. -ήσω,
I. καταπίνω, ρουφώ με θόρυβο, λέγεται για τη Χάρυβδη, σε Ομήρ. Οδ.· πρβλ. ἀναρροιβδέω.
II. όπως το ῥοιζέω, κινούμαι με θορυβώδη ήχο, κάνω κάτι να τρίζει, ῥοιβδοῦσα κόλπον αἰγίδος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ῥοιβδέω:
1) с шумом втягивать в себя, шумно глотать: ὅτε ῥοιβδήσειεν (ἡ Χάρυβδις) Hom. (в тот час), когда Харибда с шумом глотает;
2) с шумом (свистом) потрясать: ῥοιβδοῦσα κόλπον αἰγίδος Aesch. (в стремительном полете) шумя выпуклой эгидой.
Middle Liddell
I. to swallow with a noise, suck down, of Charybdis, Od.; cf. ἀναρροιβδέω.
II. like ῥοιζέω, to move with a rustling sound, make to rustle, Aesch.