ἐξέλασις

From LSJ
Revision as of 11:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξέλᾰσις Medium diacritics: ἐξέλασις Low diacritics: εξέλασις Capitals: ΕΞΕΛΑΣΙΣ
Transliteration A: exélasis Transliteration B: exelasis Transliteration C: ekselasis Beta Code: e)ce/lasis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A driving out, expulsion, τῶν Πεισιστρατιδέων Hdt.5.76; τινὸς ἐκ τῆς νήσου Id.6.88.    II intr., marching out, expedition, βασιλέος ἐκ Θέρμης Id.7.183, cf. X. Cyr.8.3.1, etc.; charge of cavalry, Plu.Art.16 (pl.).

German (Pape)

[Seite 876] ἡ, das Heraus-, Vertreiben; τῶν Πεισιστρατιδέων Her. 6, 88; Sp., wie Plut. Cat. min. 33. – Intr., der Auszug, das Ausgehen, das Aus reiten, μετὰ τὴν βασιλέως ἐξέλασιν ἐκ Θέρμης Her. 7, 183; Xen. Cyr. 8, 3, 1, u. öfter auch Sp., wie Plut. Art. 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξέλᾰσις: -εως, ἡ, ἔξωσις, ἐκδίωξις, ἐξορία, τῶν Πεισιστρατιδέων Ἡρόδ. 5. 76, πρβλ. 6. 88. ΙΙ. ἀμετάβ., ὡς τὸ ἐξελασία, ἐκστρατεία, ὁ αὐτ. 7. 183, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 1, κτλ.· ἔφοδος ἱππικοῦ, Πλουτ. Ἀρτοξ. 16· πρβλ. ἔλασις.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. expulsion;
II. 1 marche au dehors, expédition;
2 charge de cavalerie.
Étymologie: ἐξελαύνω.

Greek Monotonic

ἐξέλᾰσις: -εως, ἡ,
I. έξωση, εκδίωξη, απέλαση, εξορία, σε Ηρόδ.
II. αμτβ., έφοδος, εξόρμηση, εκστρατεία, στον ίδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐξέλᾰσις: εως ἡ
1) изгнание (τῶν Πεισιστρατιδέων Her.; Κικέρωνος Plut.);
2) выход, отъезд (βασιλέως ἐκ Θέρμης Her.; ἐκ τῶν βασιλείων Xen.);
3) натиск, атака (ἐξελάσεις καὶ συμπλοκαί Plut.).

Middle Liddell

ἐξέλᾰσις, εως n
I. a driving out, expulsion, Hdt.
II. intr. a marching out, expedition, Hdt., Xen. [from ἐξελαύνω