ἐπιγονή
μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it
English (LSJ)
ἡ,
A increase, growth, ἐ. λαμβάνειν become larger, Plu.2.506f; μείζονος κακίας Luc.Tim.3; ἐνιαυτοῦ αἰγῶν κτλ. ἐ. the year's produce, Plu.Fab.4; τὴν ἐ. μακαρίαν [γίνεσθαι] SIG695.48 (ii B.C.); θρεμμάτων Ph.2.234; ζῴων Porph.Abst.1.16; ἐξ ἐπιγονῆς ἐπιγεγενημένοι πῶλοι BGU353.14 (ii A.D.). 2. offspring, breed, ἵππων D.S. 4.15; of men, LXX 2 Ch.31.16. II. in Egypt, descendants of foreign military settlers, Μακεδών, Ἰουδαῖος τῆς ἐ, Wilcken Chr.241 (iii B.C.), Mitteis Chr.21.13 (iii B.C.), etc.; later apptly. used in legal fictions of a category of persons, Πέρσης τῆς ἐ. PStrassb.83.12 (ii B.C.), BGU 1134 (i B.C./i A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 933] ἡ, Nachwuchs, Nachkommenschaft, bes. von Thieren, Plut. Fab. M. 4; D. Sic. 4, 15; Ael. H. N. 2, 46; übtr. κακίας Luc. Tim. 3; ἐπιγονὴν λαμβάνει λόγος, das Gerücht wächst, Plut. garrul. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιγονή: ἡ αὔξησις, ἀνάπτυξις, ἐπ. λαμβάνω, γίνομαι μεγαλείτερος, αὐξάνομαι, ἐπιγονὴν λαμβάνει καὶ πολλαπλασιασμὸν Πλούτ. 2. 506F· εἰς ἐπιγονὴν κακίας μείζονος, εἰς ἀναγέννησιν μεγαλειτέρας κακίας, Λουκ. Τιμ. 3· - ἐνιαυτοῦ ἐπ., ἡ τοῦ ἔτους παραγωγή, Πλουτ. Φάβ. 4. 2) γόνος, γένος (τῶν ἵππων τοῦ Διομήδους), ὧν τὴν ἐπιγονὴν συνέβη διαμεῖναι μέχρι τῆς Ἀλεξάνδρου βασιλείας Διόδ. 4. 15· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. ΛΑ΄, 16).
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 production, produit ; race ; Égypte ptolémaïque τῆς ἐπιγονῆς terme désignant les fils des clérouques macédoniens ou perses établis en Égypte par les différents souverains lagides, donc nés en Égypte, ou « de la deuxième génération »;
2 croissance, progrès, développement.
Étymologie: ἐπιγίγνομαι.
Greek Monolingual
ἐπιγονή, η (AM)
(για ζώα) παραγωγή, γεννήματα
αρχ.
1. αύξηση, ανάπτυξη
2. γένος, ράτσα
3. οι απόγονοι ξένων στρατιωτικών εποίκων στην Αίγυπτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γον-ή (< γί-γν-ομαι), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα του αρχικού θ. γεν-].
Greek Monotonic
ἐπιγονή: ἡ, αύξηση, ανάπτυξη, παραγωγή, σε Πλούτ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιγονή: ἡ
1) потомство, приплод (ἵππων Diod.; αἰγῶν καὶ συῶν καὶ προβάτων καὶ βοῶν Plut.);
2) произрастание, рост (κακίας Luc.): ἐπιγονὴν λαμβάνειν Plut. разрастаться, расширяться.