ἐπιβλής

From LSJ
Revision as of 15:35, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβλής Medium diacritics: ἐπιβλής Low diacritics: επιβλής Capitals: ΕΠΙΒΛΗΣ
Transliteration A: epiblḗs Transliteration B: epiblēs Transliteration C: epivlis Beta Code: e)piblh/s

English (LSJ)

ῆτος, ὁ,

   A bolt or bar fitting into a socket, Il.24.453; sens. obsc., AP5.241 (Eratosth.).    II. cover, ib.7.479 (Theodorid.).    III. ἡ ἐ. (sc. δοκός) cross-beam, Lys.Fr.175 S., IG11.144A58 (Delos, iv B.C.), 22.463.62, 1672.193.

German (Pape)

[Seite 929] ῆτος, ὁ, der vorgeschobene Balken od. Thürriegel, Il. 24, 453; Harpocr. aus Lys. erkl. δοκός. Aehnl. mit obscöner Zweideutigkeit Eratosth. Schol. 1 (V, 242). Bei Theodorid. 18 (VII, 479) πέτρος γυρὴ καὶ ἄτριπτος ἐπιβλής ist es wohl adj. zu nehmen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβλής: ῆτος, ὁ, (ἐπιβάλλω) «ὁ τῇ θύρα ἐπιβαλλόμενος μοχλὸς» (Σχόλ.), θύρην δ’ ἔχε μοῦνος ἐπιβλὴς εἰλάτινος Ἰλ. Ω. 453.- Καθ’ Ἁρποκρ. «ἐπιβλής εστιν, ὡς μὲν Τιμαχίδας φησι, δοκὸς, ὡς δέ φησι Κλείταρχος ὁ γλωσσογράφος ποιά τις δοκός», πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ.·- ἐπὶ αἰσχρᾶς ἐννοίας, ἄκρον ἐπιβλῆτος μεσσόθι πηξάμενος Ἀνθ. Π. 5. 242, 6. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. = ἐπίβλητος, Ἀνθ. Π. 7. 479.

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ὁ) :
verrou.
Étymologie: ἐπιβάλλω.

English (Autenrieth)

ῆτος (ἐπιβάλλω): bar, of gate or door, Il. 24.453†. (See cut No. 56, and the adjacent representation of Egyptian doors; see also No. 29.)

Greek Monolingual

ἐπιβλής, ο (Α)
1. αυτός που προεξέχει
2. σύρτης, μάνταλο της πόρτας
3. διασταυρούμενο δοκάρι
4. φρ. «ἄκρον ἐπιβλῆτος» — η βάλανος του πέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βλής «πεταμένος»].

Greek Monotonic

ἐπιβλής: -ῆτος, ὁ (ἐπιβάλλω), μοχλός που προσαρμόζεται, εφαρμόζει μέσα σε κοίλωμα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιβλής: ῆτος adj. приставляемый, приставной (πέτρος Anth.).
ῆτος ὁ болт, щеколда или шкворень Hom., Anth.

Middle Liddell

ἐπιβλής, ῆτος, ἐπιβάλλω
a bar fitting into a socket, Il.