Νεοπτόλεμος

From LSJ
Revision as of 16:00, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Νεοπτόλεμος Medium diacritics: Νεοπτόλεμος Low diacritics: Νεοπτόλεμος Capitals: ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Transliteration A: Neoptólemos Transliteration B: Neoptolemos Transliteration C: Neoptolemos Beta Code: *neopto/lemos

English (LSJ)

ὁ, surname of Pyrrhus, son of Achilles,

   A New-warrior, because he came late to Troy, Il.19.327, Od.11.506: [scanned as quadrisyll. Νεοπτ- syniz. S.Ph.4,241, E.Andr.14, Tr.1126]:—Adj. Νεοπτολέμειος, ον, τίσις Paus.4.17.4.

Greek (Liddell-Scott)

Νεοπτόλεμος: ὁ, ἐπώνυμον τοῦ Πύρρου υἱοῦ τοῦ Ἀχιλλέως, νέος πολεμιστής, ἐπειδὴ ἀργὰ ἦλθεν εἰς τὴν Τροίαν, πιθαν. οὐχὶ Ὁμηρικόν, ἴδε Spitzn. εἰς Ἰλ. Τ. 327, Nitzsch εἰς Ἰλ. Λ. 505· [[[μετὰ]] συνιζήσεως τῶν δύο πρώτων συλλαβῶν, οἱονεὶ Νουπτ-, Σοφ. Φιλ. 4. 241, Εὐρ. Ἀνδρ. 14, Τρῳ. 1126]· -ἐπίθ., Νεοπτολέμειος τίσις, Παυσ. 4. 17, 4.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Néoptolème, fils d’Achille.
Étymologie: νέος, πτόλεμος.

English (Autenrieth)

Neoptolemus, the son of Achilles, reared in Scyros, conducts the Myrmidons home from Troy, and weds Hermione, the daughter of Menelāus, Il. 19.327, Od. 3.189, Od. 4.5, Od. 11.520.

English (Slater)

Νεοπτόλεμος (Νεο-, (N. 7.35) ) son of Achilles, capturer of Troy, later king of Molossia, and slain at Delphi. Νεοπτόλεμος δ' ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ (sc. κρατεῖ) (N. 4.51) Πριάμου πόλιν Νεοπτόλεμος ἐπεὶ πράθεν (Νεοπόλεμος Christ) (N. 7.35)
   1 τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ ἀτρόποισι Νεοπτόλεμον ἑλκύσαι ἔπεσι (N. 7.103) ἦλθον ἄγγελοι ὀπίσω Σκυρόθεν Νεοπτόλεμον εὐρυβίαν ἄγοντες ὃς διέπερσεν Ἰλίου πόλιν (Pae. 6.102)

Greek Monotonic

Νεοπτόλεμος: ὁ, επώνυμο του Πύρρου, γιου του Αχιλλέα, Νέος Πολεμιστής, επειδή έφτασε αργά στην Τροία, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

Νεοπτόλεμος: ὁ Неоптолем
1) тж. Πύρρος, сын Ахилла и Деидамии, муж Гермионы, дочери Менелая Hom. etc.;
2) царь эпирский, дед Александра Македонского, умер около 360 г. до н. э. Plut.;
3) царь эпирский, совместно с Пирром, в 302-296 гг. до н. э. Plut.

Middle Liddell

Νεο-πτόλεμος, ὁ,
surname of Pyrrhus, son of Achilles, new-warrior, because he came late to Troy, Soph., Eur.