ἀμφιστέλλομαι

From LSJ
Revision as of 15:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιστέλλομαι Medium diacritics: ἀμφιστέλλομαι Low diacritics: αμφιστέλλομαι Capitals: ΑΜΦΙΣΤΕΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: amphistéllomai Transliteration B: amphistellomai Transliteration C: amfistellomai Beta Code: a)mfiste/llomai

English (LSJ)

Med.,

   A fold round oneself, deck oneself in, ξυστίδα ἀμφιστειλαμένη Theoc.2.74.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιστέλλομαι: μέσ., περιβάλλομαι, ἐνδύομαι, στολίζομαι, ξυστίδα ἀμφιστειλαμένα Θεόκρ. 2. 74.

French (Bailly abrégé)

se revêtir de, acc..
Étymologie: ἀμφί, στέλλω.

Spanish (DGE)

envolverse en, vestirse ἀμφιστειλαμένα τὰν ξυστίδα Theoc.2.74.

Greek Monolingual

ἀμφιστέλλομαι (Α)
περιβάλλομαι, ντύνομαι, στολίζομαι με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + στέλλω.

Greek Monotonic

ἀμφιστέλλομαι: Μέσ., περιβάλλομαι, ενδύομαι, με αιτ., σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιστέλλομαι: окутываться: χιτῶνα ἀμφιστειλαμένα Theocr. одетая в хитон.

Middle Liddell


Mid. to fold round oneself, c. acc., Theocr.