πλημμέλεια

From LSJ
Revision as of 08:50, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλημμέλεια Medium diacritics: πλημμέλεια Low diacritics: πλημμέλεια Capitals: ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΑ
Transliteration A: plēmméleia Transliteration B: plēmmeleia Transliteration C: plimmeleia Beta Code: plhmme/leia

English (LSJ)

ἡ, prop.

   A mistake in music, false note, but in usage, metaph., fault, error, esp. in taste or judgement, Pl.Ap.22d; διὰ π. καὶ ἀμουσίαν Id.Lg.691a; faultiness in metre, etc., Plu.2.396d; ἀσέβεια ἡ περὶ θεοὺς π. Arist.VV1251a31 (hence in LXX, trespass, sin, Le.6.5, al.; εἰς πλημμέλειαν for a sin-offering, ib.5.18): freq. in pl., αἱ π. αἱ ἐν τοῖς πράγμασιν Isoc.8.56, etc.

German (Pape)

[Seite 633] ἡ, Fehler, Versehen, Vergehen, Vergehung; eigtl. Fehler im Singen, καὶ ἀμουσία, Plat. Legg. III, 691 a, καὶ ῥᾳθυμία, Clit. 407 c; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πλημμέλεια: ἡ, σφάλμα ἐν τῇ μουσικῇ, παραφωνία, παρατονία, Πλούτ. 2. 396D. ΙΙ. μεταφορ., σφάλμα, λάθος, ἁμαρτία, Πλάτ. Ἀπολ. 22D· διὰ πλ. καὶ ἀμουσίαν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 691A· ἀσέβεια ἡ πρὸς τοὺς θεοὺς πλ. Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. καὶ Κακ. 7, 1· συχν. ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 170E, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 fausse note ou faute contre la mesure t. de mus.
2 fig. faute commise par négligence, faute.
Étymologie: πλημμελής.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ πλημμελώ
παράλειψη του να πράξει κανείς το σωστό, σφάλμα ή αμάρτημα
αρχ.
μουσ. παραφωνία.

Greek Monotonic

πλημμέλεια: ἡ, λάθος στη μουσική, λανθασμένη νότα, παραφωνία· μεταφ., λάθος, αμαρτία, σφάλμα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

πλημμέλεια:
1) муз. фальшивая нота, ошибка Plut.;
2) недосмотр, оплошность, неправильность, погрешность, заблуждение Isocr., Plat., Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλημμέλεια -ας, ἡ [πλημμελέω] wanklank; uitbr. vergissing, fout.

Middle Liddell

πλημμέλεια, ἡ,
a mistake in music, false note: metaph. a fault, offence, error, Plat. [from πλημμελέω