προεργάζομαι
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
Med. with pf. Pass.,
A work beforehand, τῷ βαρβάρῳ Hdt.2.158; work or till beforehand, τῷ σπόρῳ νεόν X.Oec.20.3:—pf. also in pass. sense, to be done before, τὰ προειργασμένα Antipho 2.2.12, Th.2.89, 8.65; ἡ προειργασμένη δόξα glory won before, X.An.6.1.21; τὸ ὀψώνιον… τοῦ -ειργασμένου χρόνου OGI266.8 (Pergam., iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 721] dep. med., vorher thun, bearbeiten, Her. 2, 158; γῆν, vorher das Land bestellen, Xen. Oec. 20, 3, zw. – Das perf. in pass. Bdtg, προειργασμένη δόξα, vorher erworben, Xen. An. 5, 9, 21; καταλαμβάνουσι τὰ πλεῖστα τοῖς ἑταίροις προειργασμένα, Thuc. 8, 65, vgl. 2, 89.
Greek (Liddell-Scott)
προεργάζομαι: ἀποθ., μετὰ πρκμ., ποιῶ ἢ ἐργάζομαί τι πρότερον, τινί τι Ἡρόδ. 2. 158· ἐργάζομαι ἢ καλλιεργῶ προηγουμένως, Ξεν. Οἰκ. 20, 3· ― πρκμ. καὶ ἐπὶ παθ. σημασ., εἶμαι εἰργασμένος πρότερον, Ἀλκίφρων 117. 31· οὕτω, τὰ προειργασμένα προηγούμενα κατορθώματα, πρότερα ἔργα, Θουκ. 2. 89, πρβλ. 8. 65· ἡ προειργασμένη δόξα, δόξα κτηθεῖσα πρότερον, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 21.
French (Bailly abrégé)
1 travailler d’avance, préparer, acc.;
2 accomplir d’avance ou auparavant ; au sens Pass. τὰ προειργασμένα THC les hauts faits antérieurs ; δόξα προειργασμένη XÉN gloire acquise à force de travail;
3 travailler pour, dans l’intérêt de, τινι.
Étymologie: πρό, ἐργάζομαι.
Greek Monolingual
ΝΑ
επεξεργάζομαι ή κατεργάζομαι κάτι εκ τών προτέρων κατασκευάζω εκ τών προτέρων, κάτι
νεοελλ.
προπαρασκευάζω, προετοιμάζω, προκαταρτίζω
αρχ.
1. (στη γεωργία) καλλιεργώ προηγουμένως
2. παθ. ολοκληρώνομαι προηγουμένως.
Greek Monotonic
προεργάζομαι: αποθ. με μέλ. -άσομαι, παρακ. -είργασμαι· κάνω κάτι ή εργάζομαι από πριν, σε Ηρόδ., Ξεν.· παρακ. επίσης με Παθ. σημασία, τὰ προειργασμένα, τα προηγούμενα κατορθώματα, σε Θουκ.· ἡπροειργασμένη δόξα, η δόξα που κερδήθηκε από πριν, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-εργάζομαι voorwerk verrichten:; τῷ βαρβάρῳ π. voorwerk verrichten voor de buitenlander Hdt. 2.158.5; perf. pass..; τὴν προειργασμένην δόξαν ἀποβαλεῖν de reeds verworven reputatie verliezen Xen. An. 6.1.21; ptc. subst. τὰ προειργασμένα vroegere daden.
Russian (Dvoretsky)
προεργάζομαι: заранее делать, подготовлять: π. τινι Her. стараться для кого-л.; τῷ σπόρῳ νεὸν π. Xen. подготовлять целину для посева; τὰ προειργασμένα Thuc. совершенные дела; ἡ προειργασμένη δόξα Xen. ранее приобретенная слава.
Middle Liddell
Dep. with fut. άσομαι perf. -είργασμαι
to do or work at beforehand, Hdt., Xen.:—perf. also in pass. sense, τὰ προειργασμένα former deeds, Thuc.; ἡ προειργασμένη δόξα glory won before, Xen.