χόω
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
English (LSJ)
3sg. χοῖ (προσ-) Th.2.102, 3pl.
A χοῦσι Hdt.4.71; inf. χοῦν Id.2.137; part. χῶν Id.1.162: impf. ἔχουν Th.2.75, etc.: later χώννυμι, χωννύω (qq. v.): fut. χώσω S.Ant.81, etc.: aor. ἔχωσα Hdt.2.140, PTeb.799.16 (ii B. C.), etc. (Cret.3pl. ἔχουσαν GDI5056.6 (Istron)): pf. κέχωκα (ἀνα-) D.55.28:—Med., aor. ἐχωσάμην Luc.DDeor. 14.2, Philostr.VA4.10:—Pass., fut. χωσθήσομαι E.IA1442, (ἐγ-) Plb.4.40.4: aor. ἐχώσθην (v. infr.); also ἐχώθην (συν-) IG4.823.30 (Troezen, iv B. C.): pf. κέχωσμαι Pl.Com.183, Th.2.102, (ἐκ-, συγ-) Hdt.2.138, 8.144:—throw or heap up, of earth, χοῦσι χῶμα μέγα Id.4.71; χώματα χοῦν Id.2.137, Pl.Lg.958e; χώματα χῶν πρὸς τὰ τείχεα throwing up banks against... Hdt.1.162; χῶμα ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν Th.2.75; νῆσον χώσας σποδῷ having formed an island with heaped up ashes, Hdt.2.140; esp. of a sepulchral mound, χῶσαι τάφον Id.9.85, S.Ant.81; τύμβον ib. 1204, E.IT702, IA1442 (Pass.); μνῆμα X.Cyr.7.3.11; πολυάνδρια (cf. -άνδριος 11.2), Plu.Eum.9. 2 block up by throwing earth in, λιμένας D.25.84, cf. Aeschin.3.109 (s. v.l.); χ. φορμοῖς τὰς τάφρους Plb.1.19.13:—Pass., to be filled with earth, esp. of bays in the sea, to be silted up, πορθμοῦ χωσθέντος Emp.100.17; τί μιν (sc. τὸν κόλπον) κωλύει . . χωσθῆναι; Hdt.2.11; but of cities, to be raised on mounds, ib.137. 3 less freq., cover with earth, bury, χῶσαί τινα τάφῳ E.Or.1585, cf. Pl.Lg.947e, IG5(1).1249.17 (Laconia), cf. χώννυμι fin. 4 [ὁ τρωγλοδύτης] ταριχεύεται καλῶς . . χωσθεὶς εἰς ἅλας covered over with salt, Aët.11.11.
German (Pape)
[Seite 1368] ältere Stammform des praes. vom später gebräuchlichern χώννυμι, häufig bei Her.
Greek (Liddell-Scott)
χόω: ἀπαρ. χοῦν, μετοχ, χῶν, παρατ. ἔχουν, Ἡρόδ., Θουκ. κλπ. (ἴδε κατωτ., καὶ διαχόω)· χώννυμι, -ύω, (ἃ ἴδε) εἶναι τύποι μεταγεν.· μέλλ. χώσω Σοφ. Ἀντιγ. 81, κλπ.· - ἀόρ. ἔχωσα (κατ-), Ἡρόδ., κλπ.· - πρκμ. κέχωκα (ἀνα-) Δημ. 1279. 20· - Μέσ., ἀόρ. χωσάμενος Χρησμ. Σιβ. 5. 320. - Παθ. μέλλ. χωσθήσομαι Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1413, Πολύβ.· - ἀόρ. ἐχώσθην, ἴδε κατωτ.· - πρκμ. κέχωσμαι, Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 1, Ξεν., (ἐκ-, συγ-) Ἡρόδ. - Ρημ. ἐπίθ. χωστός, ὃ ἴδε. Χέω εἰς τὸ αὐτὸ μέρος, συσσωρεύω, ἐπὶ χώματος, χοῦσι χῶμα μέγα Ἡρόδ. 4. 71· χώματα χοῦν ὁ αὐτ. 2. 137, Πλάτ. Νόμ. 958Ε· χώματα χῶν πρὸς τείχεα, συσσωρεύων χώματα πρὸς τὰ τείχη, Ἡρόδ. 1. 162· χῶμα ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν Θουκ. 2. 75· νῆσον χώσας σποδῷ, σχηματίσας νῆσον διὰ τῆς ἐπισωρεύσεως τῆς τέφρας, Ἡρόδ. 2. 140· μάλιστα ἐπὶ τάφου ἢ τύμβου, χῶσαι τάφον ὁ αὐτ. 9. 85, Σοφ. Ἀντιγ. 81· τύμβον αὐτόθι 1204, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 702, Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1143· μνῆμα Ξεν. Κύρ. Παιδ. 7. 3, 11· σῆμα Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 248. 7· πολυάνδρια (ΙΙ. 2), Πλουτ. Εὐμ. 9. 2) ἀποφράττω ἐμβάλλων χῶμα, χ. τοὺς λιμένας Δημ. 795. 14, Αἰσχίνης 69. 7· χ. φορμοῖς τὰς τάφρους Πολύβ. 1. 19, 13· - Παθ., πληροῦμαι χώματος, μάλιστα ἐπὶ θαλασσίων λιμένων, «γεμίζομαι», ἀποχερσοῦμαι, πορθμοῦ χωσθέντος Ἐμπεδ. 359· τὶ μιν (ἐξυπακ. τὸν κόλπον) κωλύει.. χωσθῆναι; Ἡρόδ. 2. 11· ἀλλ’ ἐπὶ πόλεως, οἰκοδομοῦμαι, κτίζομαι ἐπὶ ὑψωμάτων ἐκ χώματος ἢ λόφων, αὐτόθι 137· πρβλ. ἐκχώννυμαι. 3) σπανιώτερον, καλύπτω διὰ χώματος, «παραχώνω», χῶσαί τινα τάφῳ Εὐρ. Ὀρ. 1585, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 947D, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. προσθῆκαι 497α. 5, καὶ ἴδε καταχώννυμι. - Παθ., ἐχωννύμεθα, ἐκαλυπτόμεθα διὰ σωροῦ χώματος, δηλ. ἐπεσώρευον σωρὸν χώματος ὑπεράνω ἡμῶν, Ἀνθ. Παλατ. 7. 136, 137. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 697, 700.
French (Bailly abrégé)
impf. ἔχουν, ao. ἔχωσα;
Pass. f. χωσθήσομαι, ao. ἐχώσθην, pf. inf. κεχῶσθαι;
c. χώννυμι.
Spanish
Greek Monotonic
χόω: απαρ. χοῦν, μτχ. χῶν, παρατ. ἔχουν· έπειτα, χώννυμι, -ύω (βλ. κατωτ.)· μέλ. χώσω, αόρ. αʹ ἔχωσα, παρακ. κέχωκα — Παθ., μέλ. χωσθήσομαι, αόρ. αʹ ἐχώσθην, παρακ. κέχωσμαι (χέω)·
1. πετώ στο ίδιο μέρος ή συσσωρεύω, λέγεται για χώμα, χοῦσι χῶμα μέγα, σε Ηρόδ.· χώματα χῶν πρὸς τὰ τείχεα, σωρεύω αναχώματα στα τείχη ενάντια σε..., στον ίδ.· χῶμα ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν, σε Θουκ.· νῆσον χώσας σποδῷ, σχημάτισε νησί με τη συσσώρευση τέφρας, σε Ηρόδ.
2. φράζω, γεμίζω σωρεύοντας χώμα, χόωτοὺς λιμένας, σε Δημ., Αισχίν. — Παθ., λέγεται για θαλάσσιους όρμους, είμαι γεμάτος λάσπη, σε Ηρόδ.· λέγεται για πόλεις, οικοδομούμαι, κτίζομαι πάνω στο βουνό, στον ίδ.
3. καλύπτω με χώμα, ενταφιάζω, χῶσαί τινα τάφῳ, σε Ευρ. — Παθ., καλύπτομαι με σωρό από χώμα, δηλ. έχω έναν επιτάφιο τύμβο σωρευμένο πάνω μου, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
χόω: (= χώννυμι; part. praes. χῶν, impf. ἔχουν, inf. praes. χοῦν)
1) насыпать, наваливать, возводить из земли (χῶμα Her., Thuc., Plat.; τάφον Her., Soph.; τύμβον Soph., Eur.; μνῆμα Xen.): ἡ πόλις ἐξεχώσθη Her. город построен на насыпи;
2) засыпать, заваливать (τοὺς λιμένας Dem.; τὰς τάφρους φορμοῖς Polyb.): χῶσαί τινα τάφῳ Eur. похоронить кого-л.; χωσθῆναι Her. быть занесенным илом.
Middle Liddell
[χέω]
1. to throw or heap up, of earth, χοῦσι χῶμα μέγα Hdt.; χώματα χῶν πρὸς τὰ τείχεα throwing up banks against . . , Hdt.; χῶμα ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν Thuc.; νῆσον χώσας σποδῶι having formed an island with heaped up ashes, Hdt.
2. to block up by throwing earth in, χ. τοὺς λιμένας Dem., Aeschin.: —Pass. of bays in the sea, to be silted up, Hdt.; of cities, to be raised on mounds, Hdt.
3. to cover with earth, to bury, χῶσαί τινα τάφωι Eur.:—Pass. to be covered with a heap of earth, i. e. to have a sepulchral mound raised over one, Anth.