καθυποκρίνομαι

From LSJ
Revision as of 17:55, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθυποκρίνομαι Medium diacritics: καθυποκρίνομαι Low diacritics: καθυποκρίνομαι Capitals: ΚΑΘΥΠΟΚΡΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: kathypokrínomai Transliteration B: kathypokrinomai Transliteration C: kathypokrinomai Beta Code: kaqupokri/nomai

English (LSJ)

[ῑ],

   A subdue by histrionic arts, D.19.337; κ. καὶ διαφθείρουσι τὰς βουλήσεις τῶν ποιημάτων destroying by bad acting, D.H.Dem.53.    II c. inf., κ. εἶναι… pretend to be some one else, Luc.DMar.13.2; κ. μειδιᾶν Ph. 2.280: c. acc., counterfeit, φιλίαν ib.520; τὴν σεμνότητα Him.Ecl.3.2.

German (Pape)

[Seite 1290] (s. κρίνω), durch Schauspielerkünste täuschen, vom Aeschines, der auf seine Stimme stolz ist, ὡς καθυποκρινούμενον ὑμᾶς, als werde er euch damit gewinnen, Dem. 19, 337; übertr., καὶ διαφθείρειν τὰς βουλήσεις τῶν ποιημάτων Dion. Hal. de vi Dem. 53; übh. sich stellen, so gebärden, als wäre man Etwas, καθυποκρίνεται Ἐνιπεὺς ἀντὶ Ποσειδῶνος εἶναι Luc. D. Mar. 13, 2; τὰ μαντεῖα, bei den Orakeln, die Rolle der Götter spielen, Oenom. bei Euseb. pr. ev. 5, 26.

Greek (Liddell-Scott)

καθυποκρίνομαι: ῑ, διὰ τῆς τέχνης τοῦ ὑποκρίνεσθαι (ὡς ἐν θεάτρῳ) ὑποτάσσω τινὰ εἰς τὴν θέλησίν μου, Δημ. 449. 16· καταστρέφω τι διὰ τῆς κακῆς ὑποκρίσεως, καθυποκρινομένοις καὶ διαφθείρουσι τὰς βουλήσεις τῶν ποιημάτων Διον. Ἁλκ. περὶ τῆς Λεκτ. Δημοσθένους δεινότ. 53· πεβλ. καταυλέω, κατορχέομαι. ΙΙ. καθυποκρίνομαι εἶναι, ὑποκρίνομαι, προσποιοῦμαι ὅτι εἶμαι ἄλλος τις, καθυποκρίνεται Ἐνιπεὺς εἶναι Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 13.2· ὡσαύτως, καθυποκρίνομαι φιλίαν, προσποιοῦμαι, Φίλων 2. 520· τὴν σεμνότητα Ἱμερ. σ. 68.

French (Bailly abrégé)

1 tromper par un art de comédien;
2 feindre.
Étymologie: κατά, ὑποκρίνομαι.

Greek Monolingual

καθυποκρίνομαι (Α)
1. υποτάσσω κάτι στη θέλησή μου με την υποκριτική τέχνη, εξαπατώ
2. μτφ. καταστρέφω κάτι με την υπόκριση
3. προσποιούμαι, υποκρίνομαικαθυποκρίνομαι φιλίαν», Φιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὑπο-κρίνομαι].

Greek Monotonic

καθυποκρίνομαι: [ῑ], μέλ. -κρῐνοῦμαι, αποθ.,
I. υποτάσσω, «αιχμαλωτίζω» κάποιον μέσω της θεατρικής τέχνης, «υποδουλώνω μέσα από την υποκριτική τέχνη» σε Δημ.
II. με απαρ., προσποιούμαι, υποκρίνομαι ότι είμαι κάποιος άλλος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθῠποκρίνομαι: (ρῑ)
1) вводить в заблуждение (актерской) игрой, обманывать притворством (τινά Dem.);
2) принимать вид, прикидываться: καθυποκρίνεται Ἐνιπεὺς εἶναι Luc. (Посидон) принимает вид Энипея.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθυποκρίνομαι [κατά, ὑποκρίνω] overdonderen (met toneelspel), met acc. doen alsof, met inf.: κ. Ἐνιπέα ἀντὶ Ποσειδῶνος εἶναι zich voordoen als Enipeus in plaats van Poseidon Luc. 78.13.2.

Middle Liddell

fut. -κρῐνοῦμαι
Dep.:
I. to subdue by histrionic arts, Dem.
II. c. inf. to pretend to be some one else, Luc.