ληθεδών
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
όνος, ἡ, poet. for λήθη, AP7.17 (Tull.Laur.), APl.4.244 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 38] όνος, ἡ, = Folgdm; Tull. Laur. 3 (VII, 17); Agath. 45 (Plan. 244).
Greek (Liddell-Scott)
ληθεδών: -όνος, ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ λήθη, Ἀνθ. Π. 7. 17, Πλαν. 244.
Greek Monolingual
ληθεδών, -όνος, ἡ (Α)
(ποιητ.τ.) λήθη, λησμονιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λήθ- του λανθάνω (πρβλ. λήθη) + επίθημα -δών (πρβλ. αρπε-δών, μελε-δών), το οποίο συχνά χρησιμοποιείται προς δήλωση οργάνου].
Greek Monotonic
ληθεδών: -όνος, ἡ, ποιητ. αντί λήθη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ληθεδών: όνος ἡ Anth. = λήθη.