Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιστολιμαῖος

From LSJ
Revision as of 15:38, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστολῐμαῖος Medium diacritics: ἐπιστολιμαῖος Low diacritics: επιστολιμαίος Capitals: ΕΠΙΣΤΟΛΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: epistolimaîos Transliteration B: epistolimaios Transliteration C: epistolimaios Beta Code: e)pistolimai=os

English (LSJ)

ον,

   Ain letters, of letters, epistolary, in the form of letters, συνουσίαι Philostr. VA4.46; ξυμβουλίαι ib.7.8; γράμματα Ph.2.533; δυνάμεις ἐ. forces promised by letter and decreed, but never sent, paper-armies, D.4.19.

German (Pape)

[Seite 985] im Briefe enthalten, brieflich, schriftlich, δυνάμεις, Kriegsmacht, die nur auf dem Papiere steht, nur in Briefen verheißen, nie geschickt wird, Dem. 4, 19; vgl. B. A. 253, 16. Oefter bei Sp., auch 3 Endgn, vgl. Lob. zu Phryn. p. 559.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστολιμαῖος: -ον, ὁ δι’ ἐπιστολῶν, ὁ ἐν ἐπιστολαῖς, ὁ ἐν εἴδει ἐπιστολῆς, ἐπιστολικός, συνουσία Φιλόστρ. 187, πρβλ. 285· ἐπ. γράμματα Φίλων 2. 533, Εὐσ.: ― δυνάμεις ἐπ., δυνάμεις ὑπεσχημέναι δι’ ἐπιστολῶν καὶ ἐψηφισμέναι, ἀλλὰ μηδέποτε σταλεῖσαι, δυνάμεις ἐπὶ τοῦ χάρτου, Δημ. 45. 12, πρβλ. 48. 17.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
promis par une lettre, càd qui n’existe que sur le papier.
Étymologie: ἐπιστολή.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐπιστολιμαῑος, -α, -ον)
αυτός που έχει γραφεί σε μορφή ή με διατύπωση επιστολής («επιστολιμαία διατριβή»)
αρχ.
φρ. «δυνάμεις ἐπιστολιμαῑαι» — στρατιωτικές δυνάμεις που έχει αποφασισθεί με ψηφοφορία να σταλούν και η απόφαση έχει γνωστοποιηθεί με επίσημη επιστολή στους ενδιαφερομένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιστολή + -μαίος (πρβλ. κλοπιμαίος, υποβολιμαίος.

Greek Monotonic

ἐπιστολιμαῖος: -ον, επιστολικός, προστεταγμένος, διατεταγμένος, παρηγγελμένος· δυνάμεις ἐπ., ενισχύσεις που ψηφίστηκαν, αλλά ποτέ δεν στάλθηκαν, δυνάμεις στα χαρτιά μόνο, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστολῐμαῖος: обещанный в письме (но не данный), оставшийся на бумаге, т. е. нереальный (δυνάμεις Dem.).

Middle Liddell

ἐπιστολιμαῖος, ον [from ἐπιστολή
commanded:— δυνάμεις ἐπ. forces decreed, but never sent, paper-armies, Dem.