ἑταιρεῖος

From LSJ
Revision as of 15:39, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑταιρεῖος Medium diacritics: ἑταιρεῖος Low diacritics: εταιρείος Capitals: ΕΤΑΙΡΕΙΟΣ
Transliteration A: hetaireîos Transliteration B: hetaireios Transliteration C: etaireios Beta Code: e(tairei=os

English (LSJ)

α, ον, Ion. ἑταιρ-ήϊος, η, ον, (ἑταίρειος Hdn.Gr.1.137):—

   A of or belonging to companions : Ζεὺς ἑ. presiding over fellowship, Hdt.1.44, Diph.20, D.Chr. 1.39, etc.; so, of God, Ph.2.452 ; φόνος ἑ. the murder of a comrade, AP9.519 (Alc. Mess.).    II amorous, ἑ. φιλότης h.Merc.58 ; στόλος AP9.415 (Antiphil.).    III ἑταιρεῖον, τό, house of a ἑταίρα, Sch. Ar.Eq.873.

German (Pape)

[Seite 1046] ion. ἑταιρήϊος, den Genossen, Freund betreffend, Ζεύς, der Vorsteher u. Beschützer aller Verbindungen u. Genossenschaften, Her. 1, 44; Diphil. Ath. X, 446 d XIII, 572 d u. A.; – φόνος, des Freundes, Alc. Mess. 4 (IX, 519); – φιλότης, buhlerisch, H. h. Merc. 58; στόλος, einer Hetäre, Antiphil. 1 (IX, 415).

Greek (Liddell-Scott)

ἑταιρεῖος: -α, -ον, Ἰων. -ήϊος, η, ον, ἀνήκων εἰς ἑταίρους, Ζεὺς ἑτ., προστάτης τῆς φιλίας, Ἡρόδ. 1. 44, Δίφιλος ἐν «Βαλανείῳ» 1· φόνος ἑτ., ὁ φόνος συντρόφου, Ἀνθ. Π. 9. 519. ΙΙ. ἐρωτικός, πλήρης ἀγάπης, ἑτ. φιλότης Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 58, πρβλ. ἈΝθ. Π. 9. 415.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui préside aux amitiés, aux réunions d’amis (Zeus).
Étymologie: ἑταῖρος.

Greek Monolingual

ἑταιρεῑος, -α, -ον, ιων. τ. ἑταιρήϊος, -η, -ον (Α) εταίρος
1. αυτός που ανήκει στους φίλους, στους συντρόφους («ἑταιρεῑος φόνος» — ο φόνος εταίρου, συντρόφου)
2. ερωτικός, γεμάτος αγάπη
3. φρ. «Ζεὺς ἑταιρεῑος» — ο Ζευς ως προστάτης της φιλίας
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑταιρεῑον
το σπίτι της εταίρας.

Greek Monotonic

ἑταιρεῖος: -α, -ον, Ιων. -ήϊος, -η, -ον, αυτός που ανήκει σε εταίρους, εταιρικός, συντροφικός· Ζεὺς ἑτ., προστάτης της φιλίας, σε Ηρόδ.· φόνος ἑτ., φόνος συντρόφου, φίλου, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἑταιρεῖος:
1) относящийся к другу: φόνος ἑ. Anth. убийство друга;
2) покровительствующий дружбе (Ζεύς Her.; θεός Arst.);
3) влюбленный, любовный (φιλότης HH);
4) надеваемый гетерами, гетерин (στόλος Anth.).

Middle Liddell


of or belonging to companions, Ζεὺς ἑτ. presiding over fellowship, Hdt.; φόνος ἑτ. the murder of a comrade, Anth.