ὄνειρος

Revision as of 17:45, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ, or -ὄνειρον, τό, the masc. form freq. in Hom., also in Pi.P.4.163, Hdt.1.34,7.16.β', E.IT569 : acc. pl. ὀνείρους Perdrizet-Lefèbvre

   A Les graffites grecs du Memnonion d'Abydos No.528 : the neut. in Od.4.841, Hdt.7.14,15, A.Ch.541, 550, S.El.1390 (lyr.), E.HF517 ; and in prov., τοὐμὸν ὄ. ἐμοί 'you are telling me what I know already', Call.Epigr.34, Cic.Att.6.9.3 (cf. ὄναρ 1.1, ὄνειαρ II) : the forms ὀνείρου -ῳ -ων -οις leave the gender doubtful : pl. ὄνειρα E. HF518, AP9.234 (Crin.) ; but the form ὀνείρατα (as if from ὄνειραρ, EM47.53) is more freq. in nom. and acc., Od.20.87, etc. : also gen. ὀνειράτων Hdt.1.120, A.Pr.485, al., S.El.481 (lyr.) : dat. -ασι A.Pr. 655, Pers.176, S.OT981, E.Alc.354 : gen. sg. -ατος Pl.Tht.201d ; dat. sg. ἐν τὠνείρατι A.Ch.531 :—dream, Il.2.80, al. ; ὄνειρον ὑποκρίνεσθαι, v. ὑποκρίνω B. 1.2 ; θέρμετε δ' ὕδωρ, ὡς ἂν θεῖον ὄ. ἀποκλύσω Ar.Ra.1340.    2 as pr. n. dream personified, Il.2.6 sqq. : also in pl., δῆμος ὀνείρων Od.24.12, cf. Hes.Th.212.    3 in similes or metaphors, of anything unreal or fleeting, σκιῇ εἴκελον ἢ καὶ ὀ. Od.11.207, cf. 222 ; τοῦ ποτε μεμνήσεσθαι ὀΐομαι ἔν περ ὀ. if only in a dream, 19.581 ; σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται faint and shadowy traces, Pl.Lg. 695c ; ὄνειρα ἀφένοιο dreams of wealth, APl.c. (Cf. ὄνοιρος.)

German (Pape)

[Seite 346] ὁ (ὄναρ, ὀνείρατα, vgl. ἐνύπνιον), der Traum, der schon zu Homers Zeiten als von den Göttern gesendet und die Zukunft andeutend betrachtet wird, Il. 1, 63; Zeus' Bote, 2, 26, an welcher Stelle der Traumgott selbst eingeführt ist; θεῖός μοι ἐνύπνιον ἦλθεν ὄνειρος, Od. 14, 495, öfter, vgl. bes. 21, 79; ἐξ ὀνείρου αὐτίκα ἦν ὕπαρ, Pind. Ol. 13, 64; εὐνὴν ὀνείροις οὐκ ἐπισκοπουμένην, Aesch. Ag. 13, was auch zu ὄνειρον gezogen werden kann, welche Form er sonst braucht; ψευδεῖς ὄνειροι, Eur. I. T. 569; παῦσε νυχίους ὀνείρους, 1277; Ar. Ran. 1328; auch Her. 7, 16, 2, der sonst das neutr. hat, vgl. 7, 15. 17; ἐν ὀνείροις, Plat. Legg. X, 910; – δρᾶν ὀνείρους, Träume haben, Schol. Il. 1, 63. – Bes. wird damit das Nichtige, schnell Vergängliche bezeichnet, wie schon Hom. sagt σκιῇ εἴκελον ἢ καὶ ὀνείρῳ ἔπτατο, Od. 11, 207, vgl. 222.

Greek (Liddell-Scott)

ὄνειρος: ὁ, ἢ ὄνειρον, τό, ὁ ἀρσεν. τύπος συχν. παρ’ Ὁμ. καὶ παρ’ Ἡροδ. 1. 34., 7. 16, 2, Πινδ. Π. 4. 289, Εὐρ. Ι. Τ. 569, 1277· ὁ δὲ οὐδέτ. ἐν Ὀδ. Δ. 841, Ἡρόδ. 7. 14, 15, Αἰσχύλ. Χο. 511, 550, Σοφοκλέους Ἠλ. 1390, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 517· ἀλλαχοῦ οἱ τύπο ὀνείρου, -ῳ, -ων, -οις ἀφίνουσι τὸ γένος ἀμφίβολον· πληθ. ὄνειρα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 518, Ἀνθ. Π. 9. 234 ἀλλ’ ὁ κατὰ μεταπλ. τύπος ὀνείρατα (ὡς ἐξ ὀνομ. ὄνειραρ, Ἐτυμ. Μέγ. 47. 53) ἦτο κοινότερος κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ., Ὀδ. Υ. 87, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.· οὕτω, γεν. ὀνειράτων Ἡρόδ. 1. 120, Αἰσχύλ. Πρ. 485, κ. ἀλλ., Σοφ. Ἠλ. 481· δοτ. -ασι Αἰσχύλ. Πρ. 655. Πέρσ. 176, Σοφ., Εὐρ.· οὕτως ἐνίοτε ἐν τῷ ἑνικῷ, γεν. ὀνείρατος Πλάτ. Θεαίτ. 201D, Πολιτ. 278Ε, Νόμ. 969D· δοτ. τὠνείρατι Αἰσχύλ. Χο. 531· (ὄναρ). Ὄνειρον πεμπόμενον ὑπὸ τοῦ Διός, Ἰλ. Α. 63· ὅθεν καλεῖται ἄγγελος τοῦ Διός, Β. 26· ὄνειρον ὑποκρίνεσθαι, ἴδε ὑποκρίνω Β. 1. 2· - μετὰ τὸ ὄνειρον ἐξηγνίζοντο διὰ λούσεως, θέρμετε δ’ ὕδωρ, ὡς ἂν θεῖον ὄνειρον ἀποκλύσω Ἀριστοφ. Βάτρ. 1340, πρβλ. Ἑρμηνευτὰς εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 201· - ὀνείρατα, οἱ καθ’ ὕπνους στοχασμοὶ τοῦ ἀνθρώπου, Πλάτ. Θεαίτ. 158C.
2) ὡς κύριον ὄνομα Ὄνειρος, ὁ θεὸς τῶν ὀνείρων, Ἰλ. Β. 6 κἑξ.· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Ὀδ. Ω. 12· οὕτω καὶ Ἡσ. Θ. 212, ἔνθα οἱ ὄνειροι εἶναι τέκνα τῆς νυκτὸς ἄνευ πατρός. 3) παροιμ. ἐπὶ πράγματος ἀσταθοῦς καὶ οὐχὶ πραγματικοῦ, σκιῇ εἴκελον ἢ καὶ ὀνείρῳ Ὀδ. Λ. 207, πρβλ. 222· τοῦ ποτὲ με μνήσεσθαι ὀΐομαι ἔν περ ὀνείρῳ, τοὐλάχιστον κατ’ ὄναρ, Τ. 581· ὧν ... σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται, ἴχνη ἀμυδρὰ καὶ σκιώδη, Πλάτ. Νόμ. 695C ὄνειρα ἀφένοιο, ὄν. πλούτου, Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ. πρβλ. ὕπαρ Ι. Περὶ τῆς διαφόρου ἐννοίας τῆς λέξεως ἐνύπνιον ἴδε ἐν λέξει.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
songe, rêve ; fig. rêverie, vaine chimère.
Étymologie: cf. ὄναρ.

English (Autenrieth)

pl. ὄνειροι and ὀνείρατα: dream; personified, Il. 2.6, Il. 16.22; as a people dwelling hard by the way to the nether world, Od. 24.12; a dreamallegory, Od. 19.562, cf. Od. 4.809†.

English (Slater)

ὄνειρος (-ος, -ου, -οις.)
   1 dream ἐξ ὀνείρου δ' αὐτίκα ἦν ὕπαρ (O. 13.66) “ταῦτά μοι θαυμαστὸς ὄνειρος ἰὼν φωνεῖ” (P. 4.163) ἀτὰρ εὑδόντεσσιν ἐν πολλοῖς ὀνείροις δείκνυσι τερπνῶν ἐφέρποισαν χαλεπῶν τε κρίσιν sc. the soul fr. 131b. 3.

Spanish

sueño, visión que se tiene mientras se duerme

Greek Monotonic

ὄνειρος: ὁ ή ὄνειρον, τό,
1. πληθ. ὄνειρα, αλλά ο μεταπλ. τύπος ὀνείρατα (όπως αν προερχόταν από το ὄνειραρ) ήταν πιο συνηθισμένος σε ονομστ. και αιτ.· ομοίως, γεν. ὀνειράτων, δοτ. -ασι· επίσης στον ενικ., γεν. ὀνείρατος, δοτ. ὀνείρατι (ὄναρ)· όνειρο, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. ως κύριο όνομα, Ὄνειρος, ο θεός των ονείρων, στον ίδ., Ησίοδ.· πρβλ. ἐνύπνιον.

Russian (Dvoretsky)

ὄνειρος:
1) сновидение Hom., Her., Plat., Trag. etc.;
2) пустой сон, призрак (σκιῇ εἴκελον ἢ καὶ ὀνείρῳ Hom.).

Middle Liddell

ὄνειρος, ὁ, [pl. ὄνειρα, but the metaph. form ὀνείρατα as if from ὄνειραρ was more common in nom. and acc.; so, gen. ὀνειράτων, dat. -ασι; also in sg., gen ὀνείρατος, dat. ὀνείρατι] ὄναρ
1. a dream, Hom., etc.
2. as prop. n. Ὄνειρος, god of dreams, Hom., Hes.; cf. ἐνύπνιον.