κεντρίς
From LSJ
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A = διψάς 11.1, Ael.NA6.51.
German (Pape)
[Seite 1418] ίδος, ἡ, 1) = κεντρίον. – 2) eine Schlangenart, = κεντρίτης, Ael. H. A. 6, 51; s. auch κεντρίνης.
Greek (Liddell-Scott)
κεντρίς: -ίδος, ἡ, = διψὰς ΙΙ. 1, Αἰλ. π. Ζ. 1. 55· ἴδε κεντρίνης ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
sorte de serpent.
Étymologie: κέντρον.
Greek Monolingual
κεντρίς, ἡ (Α) κέντρον
δηλητηριώδες φίδι που το δάγκωμά του προκαλεί έντονη δίψα, αλλ. διψάς.