μισότυφος
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
ον,
A hating humbug, Luc.Pisc.20.
German (Pape)
[Seite 192] Feind von Aufgeblasenheit, Luc. Pisc. 20.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσότῡφος: -ον, ὁ μισῶν τὸν τῦφον, τὴν ὑπερηφανίαν, Λουκ. Ἁλιεῖς 20.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui hait l’orgueil, la vanité.
Étymologie: μισέω, τῦφος.
Greek Monolingual
μισότυφος, -ον (Α)
αυτός που μισεί την αλαζονεία, την περηφάνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + τῦφος «αλαζονεία, έπαρση» (πρβλ. σεμνό-τυφος, φιλό-τυφος)].
Greek Monotonic
μῑσότῡφος: -ον, αυτός που απεχθάνεται την αλαζονεία, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
μῑσότῡφος: ненавидящий чванство Luc.