μνήστειρα

From LSJ
Revision as of 09:35, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνήστειρα Medium diacritics: μνήστειρα Low diacritics: μνήστειρα Capitals: ΜΝΗΣΤΕΙΡΑ
Transliteration A: mnḗsteira Transliteration B: mnēsteira Transliteration C: mnisteira Beta Code: mnh/steira

English (LSJ)

Dor. μνάστ-, ἡ, fem. of μνηστήρ,

   A bride, AP5.275 (Agath.).    II Adj. mindful of, Ἀφροδίτας μνάστειραν ὀπώραν Pi.I.2.5.

German (Pape)

[Seite 195] ἡ, die Erinnernde, Mahnende, adjectivisch gebraucht, ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας μνάστειραν ἁδίσταν ὀπώραν, der Liebe gedenkende Reise, Pind. I. 2, 5. – Bei Agath. 5 (V, 176) heißt so die Braut, um welche man wirbt.

Greek (Liddell-Scott)

μνήστειρα: Δωρ. μνάστ-, ἡ, θηλ. τοῦ μνηστήρ, μνηστή, νύμφη, Ἀνθ. Π. 5. 276. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἡ ἀναμιμνησκομένη τινός, ἐνθυμουμένη τι, Ἀφροδίτας μνάστειραν ὀπώραν Πινδ. 1. 2. 8· πρβλ. μνηστήρ. ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ας;
adj. f.
1 qui se souvient de, gén.;
2 celle qu’on recherche en mariage, fiancée.
Étymologie: fém. de μνηστήρ.

Greek Monolingual

μνήστειρα και δωρ. τ. μνάστειρα, ἡ (Α)
1. γυναίκα την οποία ζητά κάποιος σε γάμο, αρραβωνιαστικιά, μνηστή
2. ως επίθ. αυτή που διατηρεί την ανάμνηση γεγονότος ή πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του μνηστήρ < θ. μνησ- (πρβλ. -μνησ-α, αόρ. του μνῶμαι) + επίθημα -τειρα (πρβλ. δότ-ειρα)].

Greek Monotonic

μνήστειρα: Δωρ. μνάστ-, ἡ, θηλ. του μνηστήρ, αυτή που έχει στο νου της, που σκέφτεται, με γεν., σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

μνήστειρα:
I дор. μνάστειρα adj. f μνάομαι I] помнящая, не забывающая (Ἀφροδίτας μ. ὀπώρα Pind.).
IIμνάομαι II] (та), к которой сватаются или невеста Anth.

Middle Liddell

[fem. of μνηστήρ
mindful of, c. gen., Pind.