παγγενεί
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
Adv.
A with one's whole race, π. τε καὶ πανδημεί Xanth.10; ἐκριζωθήσεται π. IG3.1423, 1424: written παγγενῆ in EM647.53, v.l. in Ael.NA17.27.
German (Pape)
[Seite 434] mit dem ganzen Geschlechte, Poll. 9, 143 u. Xanth. bei Suid. v. Ξάνθος; u. so auch Ael. H. A. 17, 27 πανδημεί τε καὶ παγγενεί zu schreiben für παγγενῆ. Vgl. παγγενής.
Greek (Liddell-Scott)
παγγενεί: Ἐπίρρ., ἴδε παγγενής.
Greek Monolingual
παγγενεί και παγγενῆ (Α)
επίρρ. με όλο το γένος ή με όλα τα γένη («ἐκριζωθήσεται παγγενεῑ», Επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παγγενής + επιρρμ. κατάλ. -εῖ (πρβλ. μηδαμ-εί)].