περίπυστος

From LSJ
Revision as of 10:59, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίπυστος Medium diacritics: περίπυστος Low diacritics: περίπυστος Capitals: ΠΕΡΙΠΥΣΤΟΣ
Transliteration A: perípystos Transliteration B: peripystos Transliteration C: peripystos Beta Code: peri/pustos

English (LSJ)

ον,

   A widely known, celebrated, A.R.4.213, Parth.25.3, App.BC2.88, Coluth.75, AP7.42, etc.

German (Pape)

[Seite 590] ringsum kund, bekannt, weit berühmt, Col. 75 u. a. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

περίπυστος: -ον, περιβόητος, περίφημος, «ἐξακουστός», Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 213, Κόλουθ. 75, Ἀνθ. Π. 7. 42, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
connu alentour, célèbre.
Étymologie: περί, πυνθάνομαι.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που είναι παντού γνωστός, περιώνυμος, ξακουστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πυστός (< πυνθάνομαι «πληροφορούμαι»)].

Russian (Dvoretsky)

περίπυστος: широко известный, знаменитый Anth.

Middle Liddell

περί-πυστος, ον,
known all round about, Anth.