πρόλοβος
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
ὁ,
A = πρηγορεών, crop of birds, e.g. of pigeons, Arist. HA508b28, PA674b31, LXXLe.1.16, al.; π. ὀρνιθώδης, of cuttle-fish, Arist.PA679b9, cf. HA524b10. II thyroid cartilage, Adam's apple, Poll.2.207.
German (Pape)
[Seite 733] ὁ, = προηγορεών, der Kropf der Hühner u. anderer Vögel, Arist. H. A. 2, 17.
Greek (Liddell-Scott)
πρόλοβος: ὁ, = πρηγορεών, ὁ πρῶτος στόμαχος τῶν πτηνῶν εἰς ὃν ἀκατέργαστος ἡ τροφὴ μένει, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 28, π. Ζ. Μορ. 3. 14, 9, κ. ἀλλ.· ― περὶ τῶν μαλακίων λέγεται ὅτι ἔχουσι π. ὀρνιθώδη, π. Ζ. Μορ. 4. 5, 19, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 18.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
1. γαστρικός θύλακος τών πτηνών, πίσω από την επινεφριδιακή αδενική κοιλία, ο οποίος χρησιμοποιείται για τη φύλαξη της τροφής προτού αυτή περάσει στο στομάχι και όπου αρχίζει το πρώτο στάδιο της πέψης, στάδιο που αναπληρώνει την έλλειψη δοντιών
2. το μυϊκό τμήμα του πρόσθιου εντέρου ορισμένων ασπονδύλων, ιδιαίτερα τών εντόμων
αρχ.
1. ο θυρεοειδής χόνδρος, το μήλο του Αδάμ
2. φρ. «πρόλοβος ὀρνιθώδης» — ο πρόλοβος τών μαλακίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + λοβός.
Russian (Dvoretsky)
πρόλοβος: ὁ (птичий) зоб Arst.